γράφει η Ελένη Γκόρα
Κάποτε υπήρχε ένας εκδότης – τσατσά που ονομαζόταν ο Βάλτος της Ψώρας. Γύριζε στα σπίτια μια φορά το χρόνο και μάζευε τον καθιερωμένο συγγραφικό φόρο.....
Ήταν βρομερός σαν έλος – έζεχνε μεθάνιο - και αδίστακτος σαν κουνούπι προ Βaygon . Είχε χρώμα κάτουρου , υπέφερε από ελονοσία και κρατούσε πάντα στα χέρια του δυο ψύλλους. Με αυτούς απειλούσε όσους έγραφαν και δεν δημοσίευαν .
Ο Βάλτος της Ψώρας , που δεν φημιζόταν για την κλίση και τη σύστασή του, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ποια ήταν γλυκιά, μέτρια ή σκέτη βλακεία . Έτσι , πολλοί συγγραφείς που δεν είχαν δουλέψει αρκετά τις βλακείες τους , έδιναν ό,τι είχαν και δεν είχαν στην κασέλα τους, επειδή φοβόντουσαν τα τσιμπήματα και τη φαγούρα . Οι υπόλοιποι , οι οποίοι τιμούσαν ευλαβικά το « Σύμβολο της Λύρας » όλο το χρόνο, έδιναν με ταπεινότητα το γραπτό τους και έσκυβαν – έστυβαν πάλι το κεφάλι μέχρι τον επόμενο συγγραφικό φόρο. Από τότε προέκυψε «Το γραπτό σου και μια λύρα», που λέγεται συνήθως για όσους : Πιστεύουσιν εἰς μία, δαιμόνιαν , εἰδικήν καί ἀποστολικήν γραφήν. ῾Ομολογοῦσιν ἐν συγγραφῇ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Πρσδοκοῦσιν ἀνάστασιν γραπτῶν. Καί συγγραφὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.
Οι λάτρεις του « Συμβόλου της Λύρας » ασχολούνταν με την τέχνη της γραφής για την προσωπική τους ευχαρίστηση. Κάθονταν μόνοι τους και έγραφαν μέχρι να πιαστεί ο κώλος τους. Ήξεραν μάλιστα ότι αυτά που έγραφαν ήταν περιττά για τον κόσμο. Ο κόσμος μπορούσε να κάνει και χωρίς αυτούς , αλλά αυτοί δεν μπορούσαν να κάνουν χωρίς τον κόσμο. Ήθελαν έναν αναγνώστη και μια κριτική , έστω και αρνητική. Θα διορθώνονταν, έλεγαν, και θα κατάφερναν κάποια στιγμή να γράψουν μέτριες και αργότερα ( αν το θελήσει η Καλλιόπη, η Ευτέρπη, η Θάλεια, η Μελπομένη, ουφ , η Ερατώ η Πολύμνια και ο Απόλλωνας) γλυκές βλακείες. Από το σκέτες , καλύτερα! Μέχρι και τον καφέ τους σκέτο τον έπιναν για να τους υπενθυμίζει το στόχο τους. Δεν υπήρχαν τότε ούτε τα like στο Facebook , ούτε τα σχόλια των φίλων τους. Ήθελαν μόνο να μάθουν οι Μούσες για το ταλέντο τους. Ήταν λάτρεις της κλασικής αρχαιότητας. Γούσταραν τους φιλοσοφικούς στοχαστικούς μύθους, μα πιο πολύ απ’ όλους εκείνον του Πλάτωνα στον Φαίδρο για τα τζιτζίκια.
Τα τζιτζίκια ήταν κάποτε άνθρωποι. Όταν όμως, γεννήθηκαν οι Μούσες και άκουσαν για πρώτη φορά το τραγούδι τους , εκστασιάστηκαν τόσο πολύ που ξέχασαν ότι είχαν ανάγκη από τροφή και νερό και χωρίς να το καταλάβουν , πέθαναν. Από αυτούς δημιουργήθηκαν τα τζιτζίκια και πήραν ως δώρο από τις Μούσες αυτό : από τη στιγμή δηλαδή, που θα γεννηθούν να μπορούν να τραγουδούν , χωρίς να τρώνε και να πίνουν , μέχρι να πεθάνουν ∙ μετά το θάνατό τους είχαν ως αποστολή να πηγαίνουν στις Μούσες και να τις ανακοινώνουν ποιοι από τους ανθρώπους τις τιμούσαν και συγκεκριμένα ποιες απ’ αυτές τιμούσαν .
Μπορεί το κεφάλι τους να είχε γεμίσει από εξέχοντες ζωντανούς και πεθαμένους χιλιομελετημένους συγγραφείς , ωστόσο δεν το έβαζαν κάτω. Ήταν εξάλλου και ο συγγραφικός φόρος που τους πίεζε . Ε τι να κάνουν κι αυτοί ; Στις φραουλιές κατούρησαν ή στις πατατιές ; Έγραφαν μερικές αράδες , έτσι για το γαμώτο. Τα θέματα τους ήταν βγαλμένα από τη ζωή. Προτιμούσαν την αλήθεια και όχι το ψέμα. Στην αρχή , οι βλακείες τους ήταν μικρές , έμοιαζαν με λήμματα λεξικού και στην καλύτερη εγκυκλοπαίδειας.
Όταν τους έλεγαν ότι ήταν ιδιαίτεροι και γι’ αυτό τους κλείνουν την πόρτα , οι λάτρεις του « Σύμβολου της Λύρας » απαντούσαν με τα λόγια του Τσέχοφ προς τον Μ. Γκόρκι : « Δεν μας κλείνουν τις πόρτες επειδή γράφουμε. Αντίθετα, γράφουμε επειδή μας κλείνουν τις πόρτες και δεν έχουμε τι άλλο να κάνουμε . ». Ήταν ειλικρινείς και πάνω απ΄ όλα ήξεραν γιατί γράφουν, όχι γιατί τους σφύριξε όπως πίστευαν μερικοί εκτός σιναφιού !
συνεχίζεται . . .
συνεχίζεται . . .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...ό,τι έχετε ευχαρίστηση..