Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Στη δίνη της ρήξης στον ακροδεξιό χώρο.


γράφει ο Γιώργος Πρίμπας.

Αν κάποιος ισχυριστεί ότι με το πρόσφατο video του, κατά δήλωσή του, γεννημένου αντικομουνιστή και μέχρι πρότινος γενικού γραμματέα της κυβέρνησης Σαμαρά, Τάκη Μπαλτάκου, με τον, βουλευτή και στέλεχος της ακροδεξιάς ναζιστικής οργάνωσης “Χρυσή Αυγή”, Ηλία Κασιδιάρη ένιωσε έκπληξη μάλλον είτε αφελής είναι είτε βλάκας είναι είτε ψεύτης είναι.....



Είναι γνωστό, εδώ και δεκαετίες, ότι μες στο χώρο της Νέας Δημοκρατίας, συγκεκριμένα αμέσως μετά το 1977 και το 6,8% που είχε πάρει τότε στις εθνικές εκλογές η ακροδεξιά φιλοβασιλική “Εθνική Παράταξη”, όλες ανεξαιρέτως οι ακροδεξιές τάσεις (φιλοβασιλικοί, φιλοναζιστές, φιλοχουντικοί, φασίστες και όλοι οι συνδυασμοί τους), που ήτανε κάτι περισσότερο από αυτό το 6,8%, είχανε βρει σε αυτήν καταφύγιο, πολιτική ασυλία και φυσικά πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας. 
Ως αντάλλαγμα ζητούνταν η σιωπή τους και η ψήφος τους. Μια σιωπή απαραίτητη για το δημοκρατικό αστικό προφίλ υπό το οποίο εμφανιζότανε η Νέα Δημοκρατία και μια ψήφος ομοίως απαραίτητη για ένα κόμμα εξουσίας την εποχή του δικομματισμού. Από το 1981 μέχρι το 2009 το άθροισμα των ψήφων, στις εθνικές εκλογές, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ βρισκότανε κοντά ή και συνήθως πιο πάνω από το 80% και ο νικητής για να κάνει κυβέρνηση χρειαζότανε ένα ποσοστό πολύ πάνω απ’ το 40%.


Πράγματι μέχρι το 1992-3, και την εμφάνιση στο πολιτικό προσκήνιο του σημερινού αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας και πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, ο δημόσιος ακροδεξιός πολιτικός λόγος είχε περιοριστεί σημαντικά. Αλλά μόνον ο δημόσιος. Στις αρχές του 90 η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με υπουργό εξωτερικών τον Αντώνη Σαμαρά, βρίσκεται μπροστά στο πρόβλημα με την ανεξαρτητοποίηση, λόγω διάσπασης της “Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας”, της πρώην ομόσπονδης “Δημοκρατίας της Μακεδονίας” και συγκεκριμένα το πρόβλημα με το όνομα του νέου κράτους.

 Σε μια εποχή αναβίωσης του εθνικιστικού πολιτικού λόγου (και αυτό δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα αλλά και την πρώην ομόσπονδη “Δημοκρατίας της Μακεδονίας” όπως και την Ευρώπη γενικότερα) οι ακραίες εθνικιστικές ακροδεξιές φωνές, σε αμφότερα τα δυο κράτη, κυριάρχησαν απέναντι σε αυτές που προτείνανε ένα λογικό συμβιβασμό.
 Ο σημερινός πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς είχε τότε πρωτοστατήσει, στην Ελλάδα, στο ακροδεξιό εθνικιστικό παραλήρημα διατυμπανίζοντας παντού ότι θα κάνει τα πάντα να μην περιλαμβάνεται στην ονομασία του νέου κράτους ο όρος Μακεδονία. 

Δεν ήτανε βέβαια ο μόνος, αλλά αυτός επιπλέον κατείχε σημαντική θέση στην τότε κυβέρνηση. Η πολιτική του αυτή θέση τον έφερε σε ρήξη με τον τότε πρωθυπουργό Μητσοτάκη, ο οποίος δεχότανε, ίσως διαβλέποντας ότι ο χρόνος μετράει υπέρ των γειτόνων κάτι στο οποίο δικαιώθηκε, να συμφωνήσει σε μία μεικτή ονομασία, π.χ. Σλαβομακεδονία. Η ρήξη ήτανε τέτοια που ο σημερινός πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς έριξε την κυβέρνηση Μητσοτάκη, η συμβιβαστική ονομασία αποτράπηκε και, όπως οι πάντες γνωρίζουμε, το όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας” έχει πλέον γίνει de facto και de jure (σε όλες τις διμερείς τουλάχιστον σχέσεις του γειτονικού κράτους) παραδεκτό απ’ όλους και κάποια στιγμή θα γίνει και από την επίσημη Ελλάδα.
 Έτσι κι αλλιώς και να μη γίνει, τι σημασία έχει; Μία καθαρή πολιτική ήττα των ακροδεξιών εθνικιστικών θέσεων Σαμαρά στο θέμα αφού στην πολιτική μετράς σωστά και επιδιώκεις το βέλτιστο.


Μετά από κάποια χρόνια φθίνουσας πορείας του κόμματος που ίδρυσε το 1993, της “Πολιτικής Άνοιξης”, η εκτός Νέας Δημοκρατίας πορεία του Αντώνη Σαμαρά έληξε και το 2004 επίσημα επανήλθε. Μετά την ήττα της κυβέρνησης Καραμανλή, το 2009, εκλέγεται αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας σε μια περίοδο που το ΠΑΣΟΚ, υπό τον Γιώργο Παπανδρέου, βυθίζει τη χώρα στην εποχή των μνημονίων και της επιτάχυνσης της διάλυσης κάθε (εναπομείνασας από τις ανθελληνικές επιλογές της άρχουσας οικονομικής τάξης που διέλυε βάση σχεδίου τη βιομηχανική και βιοτεχνική παραγωγή της χώρας) οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα.


Το 2012 μετά από διπλές εκλογές, κι έχοντας φροντίσει να δημιουργήσει ένα ακροδεξιό περιβάλλον στενών συνεργατών του, τους οποίος έφερε ή ανάδειξε από τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας (ενδεικτικά: Τάκης Μπαλτάκος, Φαήλος Κρανιδιώτης, Μάκης Βορίδης, Άδωνις Γεωργιάδης κλπ), και λόγω των ιδιαιτεροτήτων του ισχύοντος εκλογικού νόμου, εκμεταλλεύεται τη διάλυση (πρακτικά) του ΠΑΣΟΚ (απ’ το οποίο έκτοτε ό,τι έμεινε τρέχει πίσω απ’ τη Νέα Δημοκρατία μπας και δεν εξαφανιστεί οριστικά από το πολιτικό τοπίο – τέτοια κατάντια!) και τη στήριξη της ΔΗΜΑΡ (κατά τις δηλώσεις των στελεχών της ενός αριστερού κόμματος, αλλά επί του πρακτέου με ακραίες καπιταλιστικές και αντεργατικές θέσεις, όπως η περίφημη δήλωση προς τους εκπροσώπους των εκπαιδευτικών, της κας Μαρίας Ρεπούση, ότι: “Και τι θέλετε, να κλαίω που θα χάσετε τη δουλειάς σας;”) – η οποία ΔΗΜΑΡ απεγνωσμένα προσπαθεί να δημιουργήσει ιδεολογικό χώρο για να δικαιολογήσει την ύπαρξή της, κάτι που δεν το έχει πετύχει και παραμένει ένα ακόμη κόμμα του ενός προσώπου – και με το χαμηλότερο μεταπολιτευτικά ποσοστό πρώτου κόμματος αναλαμβάνει πρωθυπουργός.


Χαρακτηριστικό των εκλογών του 2012 είναι η επανεμφάνιση στη βουλή της άκρας δεξιάς, με ποσοστά αντίστοιχα αυτών της Εθνικής Παράταξης πριν 35 χρόνια, αλλά αυτή τη φορά οργανωμένης κατά τα πρότυπα δολοφονικών ναζιστικών συμμοριών. 
Η Χρυσή Αυγή βέβαια υπάρχει δεκαετίας πίσω αλλά τα τελευταία τρία με τέσσερα χρόνια
-εκμεταλλευόμενη και κυρίως παράγοντας ρατσισμό, ο οποίος ποτέ δεν έλειψε από τη συνείδηση του νεοέλληνα,
-λεκτικά μιλώντας εναντίον των μνημονίων (διότι πρακτικά η ύπαρξή της και η δράση της είναι απόλυτα συμβατή με τα μνημόνια αφού τάσσεται ενάντια σε κάθε είδους εργατική διεκδίκηση λειτουργώντας υπέρ των πολύ χαμηλών αμοιβών και υπέρ των υπερκερδών του κεφαλαίου. Μάλιστα σε αγροτικές περιοχές, όπου πήρε και διψήφια ποσοστά ακόμη, “φρόντισε” οι εργάτες, κυρίως αλλοδαποί, και να αμείβονται πολύ χαμηλά και ενίοτε να μην πληρώνονται ούτε τα δεδουλευμένα και φυσικά να μην ασφαλίζονται),
-έχοντας δημιουργήσει σημαντικές προσβάσεις στην αστυνομία,
-εκμεταλλευόμενη τον κοινωνικό αυτοματισμό που πέτυχαν να επιβάλουν οι μνημονιακές κυβερνήσεις και τα ΜΜΕ όπου ο άνεργος, ο εργάτης και ο εργαζόμενος χαίρεται με την ανεργία και την ανασφάλεια του γείτονα ενώ αδιαφορεί να συμμετάσχει σε λαϊκό μαζικό αριστερό κίνημα, το οποίο θα τον εκφράζει στο σήμερα, και προσπερνά τα διαρκώς αυξανόμενα δις ευρώ που κερδίζουνε οι λίγες εκατοντάδες πλουτοκρατών τα οποία στέλνουνε στο εξωτερικό,
κατάφερε να τραβήξει μεγάλο μέρος της ακροδεξιάς στην Ελλάδα και να τρομοκρατεί πολίτες με μαφιόζικες μεθόδους.


Η δράση της είναι απόλυτα συμβατή με την πολιτική που ασκείται τα τελευταία τέσσερα πέντε χρόνια και οι δεσμοί της με τις πρόσφατες κυβερνήσεις (ιδίως της Νέας Δημοκρατίας με τη συσσώρευση στο περιβάλλον Σαμαρά των “γεννημένων αντικομουνιστών”) οφθαλμοφανείς. Ήτανε το μακρύ χέρι του καπιταλιστικού συστήματος και της κρίσης που κατασκεύασε.


Όταν όμως, για τους σκοπούς σου, φτιάχνεις έναν φανατισμένο άμυαλο δολοφόνο τον ελέγχεις μέχρις ενός σημείου. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα δε μαζευότανε ούτε μπορούσε να κουκουλωθεί και η ρήξη στο χώρο της ακροδεξιάς ήτανε αναπόφευκτη. Το κακό για τη Νέα Δημοκρατία είναι ότι οι Χρυσαυγίτες αισθάνονται ότι τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, που επί μακρόν μιλούσανε μαζί τους, τους πουλήσανε και απ’ ό,τι φαίνεται είναι διατεθειμένοι να τους εκδικηθούνε.
Φυσικά τα ΜΜΕ κάνουνε ό,τι μπορούνε. Πανηγύρια για την έξοδο στις αγορές και το πλεόνασμα. Μήπως είναι η πρώτη φορά που ο ένδοξος ελληνικός λαός θα τσιμπήσει ΒΛΑΚΩΔΩΣ; Μήπως η δεύτερη ή η τρίτη; Μάλλον είναι πολύ περισσότερες…


Εξάλλου το ότι καθόμαστε και ασχολούμαστε με τον Κασιδιάρη και τον Μπαλτάκο, το Σαμαρά και το Βενιζέλο, τον κάθε αλεξιπτωτιστή πολιτικό μιας χρήσης (που στο πρόσωπό του το σύστημα ανακαλύπτει το μαξιλαράκι να πέφτουνε οι αγανακτισμένοι και αυτό να συνεχίζει χωρίς προσκόμματα) και τις αναλύσεις των μνημονικών δημοσιογράφων περί οικονομικής ανάκαμψης όταν γύρω ο κόσμος παθαίνει και πεινάει όπως και χθες, όπως και πριν από δυο χρόνια, και όταν τα πάντα για το χρέος και γύρω από το χρέος είναι λογιστικά καπιταλιστικά μαγειρέματα και δεν είμαστε στο ΔΡΟΜΟ μέχρι να πετύχουμε να επιβάλουμε μια πολιτική ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑΣ, εκτός από εμάς ποιος άλλος φταίει; Αλλά αξίζουμε την ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ;

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

...ό,τι έχετε ευχαρίστηση..