γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Κι όμως υπάρχουν λέξεις, που δεν είναι ερωτικές, δεν βγάζουν στάλα πάθος, όμως σου δίνουν μια, κατακέφαλα, μπαίνουν, περπατούν πάνω σου και σε αλλάζουν από τα μέσα σου.....
Πετρομάχια, στ΄αλήθεια ξέρεις τι είναι τα πετρομάχια;
Η σύνθετη λέξη δεν κρύβεται, αυτά που μάχονται, που παλεύουν με τις πέτρες, είναι τα πετρομάχια.
Ξεχασμένη φράση για υποδήματα, για τα χειροποίητα παπούτσια χωρικών, που ανεβοκατέβαιναν κάμπους και βουνά. Σόλες από φθαρμένα ελαστικά αυτοκινήτων και δέρματα ζώων, που έπιαναν σφιχτά στο καλάμι του ποδιών. Χιλιομπαλωμένα ιδιότροπα παπούτσια, ήταν τα πετρομάχια, τόσο σκληρά και άβολα, που άνοιγαν μόνιμες πληγές στα πόδια, πάλευαν όμως με τα αιώνια πέτρινα, άψυχα αγκωνάρια.
Λίγα χρόνια πίσω μας, στέκει εκείνη η εποχή, που είναι τόσο άγνωστη για εμάς, τους διαρκώς μετεξεταστέους της ιστορίας.
Στις αρχές του περασμένου αιώνα οι γυμνές παιδικές πατούσες, μοιάζουν με τα σίδερα, που όργωναν τα στέρφα χρόνια.
Τα γεροντάκια επιμελλώς κρύβουν μνήμες, από τη μαύρη φτώχεια και πετούν την ανέχεια εκείνης της εποχής, στη γεροντική τους άνοια.
Η Φραγκίτσα, πρωτόδε παπούτσια στα δέκα της, ένα μπαούλο, πεσκέσι από την Αμερική, έκρυβε και ένα ζευγάρι σκαρπίνια για κείνη. Κατακόκκινα, λίγο πιο μεγάλα από τα ποδαράκια της, αλλά δε μετρούσε το νούμερο. Από ντροπή δεν τα φόρεσε ποτέ, γιατί στη γειτονιά δεν υπήρχε άλλο παιδί με καλυμμένα πόδια. Τα έκρυβε στις πέτρες και πήγαινε σχολειό ξυπόλυτη, έπειτα γύρναγε και πριν μπεί στο σπίτι, έδενε όπως-όπως, τα παπουτσάκια πάνω της, δήθεν καμάρωνε το γυαλιστό δέρμα στη μάνα της.
Ο Μιχάλης, έμαθε να ντύνει τα πόδια του μεγάλος, όταν πια έκανε μεροκάματο στη ξενιτιά. Είχε τέτοιο κα(η)μό, που τα πρώτα χρήματα τα έκαμε μεταχειρισμένα λάστιχα φορτηγών και τα πήρε στον τόπο του. Εκεί τα μοσχοπούλησε στους επίδοξους τσαγκάρηδες και με τη σειρά τους τα κάναν πετρομάχια και έντυσαν όλα τα πληγιασμένα ποδάρια.
Ο Μανώλης, ψαράς, από τις εποχές που η θάλασσα ήταν παραφορτωμένη από τους τσαχπίνους, αμίλητους κατοίκους της. Αρνιόταν πεισματικά να φυλακίσει τα ποδάρια του. Αυτός είχε δικαιολογία, περπατούσε από τη βάρκα στο αλμυρό νερό και πάλι πίσω στα τσιμέντα του λιμανιού, δεν είχαν και σπουδαία βάσανα τα ξεροψημένα άκρα του.
Όσα γεροντάκια απομείναν, όσα δε τα θέρισε ο καβαλάρης Χάρος, μένουν σιωπηλά, μοιάζουν να κρυφακούνε με τα θολά τους μάτια.
Εμείς πάλι στέκουμε στο πάνω σκαλί, τι να μας πουν τώρα κι αυτοί για τι ζωή, που τρέχει αλαφιασμένη πάνω σε αόρατα καλώδια, με ταχύτητες που δεν προφήτεψε ούτε μεγάλος μύστης, ούτε ένας Άγιος πατέρας.
Από τα πετρομάχια στα καλοσχεδιασμένα, ντιζαϊνάτα, ξενόφερτα παπούτσια και στα παρατημένα, ολόξερα χωράφια. Και τότε οι μέτοικοι ήταν που άφησαν ορφανούς τους τόπους.
Η ανάγκη και ο πόνος, είναι που γεννοβολούσαν, εκείνα τα χρόνια, τις λύσεις. Ξενόφερτα σενάρια και ελπίδες με τα ξένα πορτοφόλια, δε γεμίζαν τη κοιλιά, που γουργούριζε σα λαβωμένη γάτα, από τη πείνα.
Τέτοιες μέρες το πιο καλό γλυκό ήταν το σταφύλι, τα σύκα και τα φραγκόσυκα, ενώ σήμερα αρπάμε μια δυο ρώγες, κι αυτές τις φτύνουμε αν μπλέξουμε με τίποτε διαλοκουκούτσια. Για φραγκόσυκα ούτε λόγο θέλει τολμηρούς και άφοβους για να τρυγήσουν και να καθαρίσουν τέτοια φρούτα.
Άκου πετρομάχια!
Τελειώσαν φίλε μου μεταξωτέ τα παλέματα, εμείς τρέμουμε, τρομάζουμε με τη σκιά μας. Τι θέλουμε ;..κι αυτή παπουτσωμένη και μικρή....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...ό,τι έχετε ευχαρίστηση..