Τρίτη 1 Ιουλίου 2014
Αλ χάμρα θα πει κόκκινο
γράφει και φωτογραφίζει ο Μανώλης Δημελλάς
Κατάπιναν χιλιόμετρα με το χιλιοτρακαρισμένο βανάκι να μουγκρίζει, το ταλαίπωρο αυτοκίνητο έδειχνε κι αυτό να υποφέρει, από την κάψα του ήλιου, ξερό και άνυδρο το τοπίο, δεν άφηνε αδιάφορο κάνεναν από την άγνωστη παρέα.....
Όλοι τραβούσαν για τη Λιβύη, διαφορετικές φυλές, διαφορετικοί άνθρωποι, βρέθηκαν να μοιράζονται κοινές στιγμές του απέραντου χωροχρόνου.
Ο Αιγύπτιος οδηγός βιαζόταν να τους ξεφορτώσει, έδειχνε να καταλαβαίνει πως κάτι δεν πάει καλά, έπιανε τον ήχο της μηχανής και κάθε τόσο κοιτούσε νευρικά κι αδέξια προς το μοχλό των ταχυτήτων, ήθελε να αποφύγει τη στάση στην έρημο, ήθελε τόσο να γίνει πρώτα η δουλειά, αλλιώς ένας Θεός ξέρει, αν θα απέμεναν χρήματα από τα ναύλα.
Τέσσερις άνθρωποι ήταν το φορτίο από το Κάϊρο για το Σαλούμ, τα σύνορα με τη Λιβύη και μόνο μια ηλικιωμένη γυναίκα, ήταν συμπατριώτισσα του οδηγού, ταξίδευε για να πάει σε μια μικρή πόλη, ακριβώς μετά τα σύνορα στον αδελφό της, που ήταν στα τελευταία του. Σε όλη τη διαδρομή δεν έβγαλε άχνα, τυλιγμένη μέσα στα υφαντά, όπως ήταν, έδειχνε τόσο απόκοσμη και σεβάσμια, στους τρείς ξένους συνεπιβάτες, δεν άφηνε περιθώριο για κουβέντες, όμως ετούτη η γιαγιά προκαλούσε το μυαλό με ένα σωρό εικόνες, βγαλμένες από βιβλία.
Ένα ζευγάρι Ιταλών δημοσιογράφων και ένας περίεργος Έλληνας, μάλλον εμπορικός αντιπρόσωπος, ήταν τα υπόλοιπα μέλη της αναγκαστικής παρέας. Σε όλους πήρε διαφορετική τιμή, ο οδηγός τους παρέλαβε χαράματα, από τις όχθες του Νείλου και μετρούσε με παζάρια την αντοχή της τσέπης τους.
Μονότονη διαδρομή, ατέλειωτη, κάνει το μυαλό να έχει απανωτούς εμετούς, να ξερνά λεπτομέρειες και σκέψεις που ήταν καλά κρυμμένες, όπως όμως δεν έχει να τα μοιραστεί και να τα πει σε κανέναν, αναμασά λόγια και γεγονότα, δίνοντας απίθανες απαντήσεις στα βασανιστικά ερωτηματικά του.
Οι Ιταλοί μιλούν λίγο και σιγά, δείχνουν να μην εντυπωσιάζονται από την Αιγυπτιακή έρημο, σαν να είναι γνώριμη η πορεία, δεν κρύβει εκπλήξεις η ευθεία του δρόμου, ούτε προκαλεί το άνυδρο τοπίο το μάτι.
Φορούν και οι δύο, άσπρα φαρδιά ρούχα, πουκάμισα, και παντελόνια εκστρατείας.
Η γυναίκα φορά τεράστια γυαλιά, μοιάζουν τόσο ψεύτικα, σαν παιγνίδια στο μικρό πρόσωπο της, κάθε τόσο βγάζει ένα μπλοκάκι και σημειώνει πάνω του, με κάτι μικρά κολυβογράμματα, μάλλον από αμηχανία και βαρεμάρα, έτσι κρατά τη σκέψη σε εγρήγορση, αποφεύγει τις κακοτράχαλες διαδρομές του μυαλού και προσπαθεί να το οδηγήσει σε πιο ασφαλείς διαδρομές.
Ο διπλανός της κρατά μια μηχανή, μια φωτογραφική μηχανή, και στοιβάζει μέσα της αδιάφορα υπερφωτισμένα ενσταντανέ, μόλις τραβήξει μια σειρά, τα βλέπει και αυτόματα τα διαγράφει.
Από τη τελευταία έξοδο της Αλεξάνδρειας και σε όλη την παραλία της λουτρόπολης Μάρσα-Ματρούχ, φωτογραφίζει και σβήνει, κι αυτός δεν θέλει να αφήσει τη σκέψη να ταξιδέψει, την εγκλωβίζει σε μια σειρά από φορτωμένες σκόνη, πολύχρωμες, τόσο άσχετες εικόνες.
Είναι και ο Έλληνας, με τη συνήθεια να καθαρίζει κάθε τόσο τα γδαρμένα γυαλιά ηλίου, καθισμένος από τη πλευρά της θάλασσας, περιμένει το αληθινό γαλάζιο να φανεί, να αποκαλύψει τη μαγεία και το μεγαλείο της, να τον φέρει πιο κοντά στον τόπο του.
Μια σειρά μυστικά έρχονται και μιλούν μέσα στο μυαλό, την ξέρει την περιοχή, πρώτη φορά εδώ, όμως γνωρίζει βασανιστικές, πικρές αλήθειες που τον κάνουν να βλέπει αλλιώς την ατέλειωτη διαδρομή.
Η ασύνταχτη παρέα δεν μιλά μεταξύ της, δεν έχει να μοιράσει τίποτε ο ένας στον άλλον, απλά βρέθηκαν από μια συμπαντική σύμπτωση, για λίγο μαζί και θα ήταν λίγο, αν δεν επιβεβαιωνόταν ο φόβος του οδηγού, αν δεν τους άφηνε το αυτοκίνητο καταμεσής της ερήμου, δύο ώρες πριν τα σύνορα του Σαλούμ.
Οι καπνοί ανάγκασαν τον οδηγό να κάνει στο πλάι, ξεφόρτωσε γρήγορα τα μπαγκάζια, είπε κάτι στην ηλικιωμένη επιβάτιδα και τους παράτησε σύξυλους, έφυγε τρέχοντας, προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Στο δρόμο για το κατάλυμα.
Ξαφνικά η παρέα έπρεπε να πάρει αποφάσεις, να κινηθεί, η Αιγύπτια γυναίκα μάζευε και ζαλωνόταν τα πράγματα της, ενώ δεν σταματούσε να μιλά, η γλώσσα της πήγαινε ροδάνι, μα κανένας δεν καταλάβαινε, ξαφνικά βάλθηκαν όλοι να κάνουν τα ίδια, πήραν μπαγκάζια και βαλίτσες παραμάσχαλα και την ακολουθούσαν πόδι-πόδι, μέσα στο λιοπύρι.
Η γλώσσα του σώματος όλα τα φανερώνει, έτσι και στην τετράδα, Αγγλικά, Ιταλικά, Ελληνικά και Αιγυπτιακά, έκαναν στη μπάντα, μπροστά στην έρημη ανάγκη για επιβίωση.
( Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο, εδώ )
Πηγή
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...ό,τι έχετε ευχαρίστηση..