Του Αντωνίου Α. Αντωνάκου, Καθηγητού – Κλασσικού Φιλολόγου Ιστορικού – Συγγραφέως
.
Η ελληνική γλώσσα λειτουργούσε ανέκαθεν με αυστηρούς κανόνες. Όταν όμως επεβλήθη αυτή η διαστρεβλωμένη εκτρωματική «δημοτικιά», η οποία ειρήσθω εν παρόδω ουδεμία σχέση έχει με την αληθινή γλώσσα του λαού, την πραγματική δημοτική, με τις αρχαιοελληνικές ρίζες, την γ΄ κλίση της, την ορθογραφία της, τις προθέσεις της κ.λπ., αυτό άλλαξε........
Όπως, λοιπόν συμβαίνει με ο,τιδήποτε νέο και «προοδευτικό», ο τονισμός αυτός έγινε της μόδας, οπότε δεν άργησε να έλθει και η κατάχρηση.
Τα πάντα τονίζονταν στην προπαραλήγουσα, ακόμη και όταν δεν έπρεπε. «Ολύμπια» αντί «Ολυμπία», «άνηκε» αντί «ανήκε» κ.λπ. Η γλώσσα έγινε πραγματική κωμωδία. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ο μεγάλος και ευφυέστατος δάσκαλος Ν. Μέρτζος, όταν πήγαινε κάποιος νέος δημοσιογράφος για συνέντευξη ή «ρεπορτάζ», τον ρωτούσε. «Εσύ τώρα είσαι “δημοσιογράφος” ή “δημοσιόγραφος“, θέλοντας από την θέση τού τόνου να αποκαλύψει την … γλωσσική κατάρτιση του νέου.
Θυμήθηκα ακόμη, με αφορμή αυτό, τα γέλια που κάνουμε κάθε φορά που βλέποντας την περίφημη κωμωδία «μιας πεντάρας νειάτα», ακούμε τον κινηματογραφικό πατέρα τής Έλλης Φωτίου, Νικήτα Πλατή, ο οποίος υπεδύετο τον μπουζουξή Τσεβά, να δηλώνει στον ερωτευμένο Ανδρέα Μπάρκουλη ότι θα του παίξει ένα τραγούδι να του ανακουφίσει τον ερωτικό πόνο. Θα σου παίξω, του λέει, τον «ανθρακώρυχο». Κι όταν τον διόρθωσαν ότι το σωστό ήταν «ανθρακωρύχος», τους είπε το αμίμητο… «Ανθρακώρυχος» κύριοι, έχει μεγαλύτερο … βάθος!
Αυτά τα ολίγα για το πού μπορεί να φθάσει η ανεξέλεγκτη χρήση τής αλλαγής τού τόνου. Στην ελληνική γλώσσα μας όμως, όταν δεν επεμβαίνουν οι βίαιοι νόμοι, που καταργούν κανόνες και κλίσεις, διαστρεβλώνουν τονισμούς και αλλοιώνουν λεκτικούς τύπους, η αλλαγή τονισμού λειτουργεί ως δείκτης τής αλλαγής τής εννοίας τής λέξεως. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, λίγο αυτό το σημαντικό φαινόμενο!
Ο τόνος κατά το λεξικό τού Ησυχίου είναι «έντασις, ισχύς, δύναμις». Και η δύναμη αυτή φαίνεται από την θέση που τίθεται ο τόνος μέσα στην λέξη. Πράγματι από την εξέταση της Ελληνικής γλώσσης διαπιστώνουμε ότι «ο τονισμός τών λέξεων σε πολλές και ουσιώδεις περιπτώσεις αλλάζει την έννοιά τους, δίνοντας αναλόγως την θετική ή αρνητική έννοια».
Είναι γνωστόν, παραδείγματος χάριν, (και αυτή η παρατήρηση συμπληρώνει την αμέσως προηγούμενη) ότι η λέξη «έργον» συντιθέμενη με ένα συνθετικό αποδίδει ιδιότητα δημιουργώντας την κατάληξη «-ουργός». Και εδώ έρχεται το μεγαλείο τής Ελληνικής, η οποία προστάζει:
Είναι γνωστόν, παραδείγματος χάριν, (και αυτή η παρατήρηση συμπληρώνει την αμέσως προηγούμενη) ότι η λέξη «έργον» συντιθέμενη με ένα συνθετικό αποδίδει ιδιότητα δημιουργώντας την κατάληξη «-ουργός». Και εδώ έρχεται το μεγαλείο τής Ελληνικής, η οποία προστάζει:
Εάν το έργο είναι για το καλό των ανθρώπων, τότε η λέξη τονίζεται στην λήγουσα, και παίρνει οξεία, όπως “μελισσουργός”, “σιδηρουργός”, “χειρουργός”, “μουσουργός”, “ιερουργός”, κ.λπ. Όταν όμως το έργο ήταν προς βλάβη τού ανθρώπου, τότε σιγά σιγά ο τόνος μετεφέρθη από την λήγουσα στην παραλήγουσα, και από οξεία έγινε περισπωμένη. Π.χ. “κακούργος”, “πανούργος”, “ραδιούργος” [ραδιούργον μηχανάς κατασκευάζοντα (Σχολιαστής Σοφοκλέους)].
Γι’ αυτό τον λόγο π.χ. δεν πρέπει να αποκαλούμε ανεξέλεγκτα έναν γιατρό «χειρούργο» αλλά «χειρουργό»! Διότι «χειρουργός» είναι ο καλός γιατρός, ο οποίος κάνει το καλό έργο, την καλή εγχείρηση επ’ ωφελεία τού ασθενούς, ενώ «χειρούργος» είναι ο γιατρός που δεν προσέχει πάντοτε, αυτός που σε κάποιες περιπτώσεις ο θυμόσοφος λαός μας αποκαλεί «χασάπη»!
Ο τρόπος αυτός τού τονισμού συνεχίσθηκε και στην ρωμαϊκή περίοδο. Και θα αναφέρω ένα ακόμη παράδειγμα. Η λέξη «rufus» στα λατινικά σήμαινε «αυτόν πού έχει το χρώμα τής φωτιάς», δηλαδή τον κοκκινοπρόσωπο. Οι Ρωμαίοι μάλιστα, οι οποίοι έβαζαν συχνά κάποιο παρατσούκλι στα ονόματα τους [π.χ. Μάρκος Τούλιος Κικέρων (=Ρεβύθης)], πρόσθεταν και το προσωνύμιο «Ρούφος». συχνά στα ονόματα τους. Έτσι έχομε Κούρτιο Ρούφο, Ρουτίλιο Ρούφο, Σουλπίκιο Ρούφο κ.λπ.
Ο τρόπος αυτός τού τονισμού συνεχίσθηκε και στην ρωμαϊκή περίοδο. Και θα αναφέρω ένα ακόμη παράδειγμα. Η λέξη «rufus» στα λατινικά σήμαινε «αυτόν πού έχει το χρώμα τής φωτιάς», δηλαδή τον κοκκινοπρόσωπο. Οι Ρωμαίοι μάλιστα, οι οποίοι έβαζαν συχνά κάποιο παρατσούκλι στα ονόματα τους [π.χ. Μάρκος Τούλιος Κικέρων (=Ρεβύθης)], πρόσθεταν και το προσωνύμιο «Ρούφος». συχνά στα ονόματα τους. Έτσι έχομε Κούρτιο Ρούφο, Ρουτίλιο Ρούφο, Σουλπίκιο Ρούφο κ.λπ.
Κατά την εποχή τού σπουδαίου Ρωμαίου αυτοκράτορος της δυναστείας τών Αντωνίνων, Τραϊανού, στα 98-117 μ.Χ., ζούσε στην ελληνική πόλη Έφεσο της Μικράς Ασίας ένας γιατρός πού είχε το όνομα Ρούφος. Ήταν πράγματι ένας εξαίρετος γιατρός, ο οποίος έγραψε πολλά ιατρικά συγγράμματα και διεκρίθη στην ειδικότητα του. Τόσο διάσημος μάλιστα υπήρξε ο γιατρός αυτός, πού οι μαθητές του δεν ονομάζονταν γιατροί, όπως οι άλλοι συνάδελφοί τους, αλλά η ειδικότης τού επαγγέλματός τους πήρε το όνομά της από τον σπουδαίο δάσκαλό τους. Έτσι αυτοί απεκαλούντο «Ρουφιανοί γιατροί» ή απλώς «Ρουφιανοί». Διακρίθηκαν κι εκείνοι, όπως και ο δάσκαλός τους ο Ρούφος στο ιατρικό τους λειτούργημα! Εξ άλλου «μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις»!
Ωρισμένοι από αυτούς, όμως, παρασυρμένοι από την ανθρώπινη φύση τους, πρόδιδαν το λειτούργημά τους, διότι, λόγω της φύσεως αυτού, ήσαν σε θέση να μαθαίνουν πολλά μυστικά τών γυναικών, τις οποίες είχαν πελάτισσές τους. Έτσι μερικοί ασυνείδητοι απ’ αυτούς κάποιες φορές τις εξεβίαζαν και, ξεχνώντας την επιστημονική αποστολή, την ιατρική δεοντολογία και τον όρκο τους, ανακατεύονταν σε υποθέσεις πού δεν είχαν καμμία σχέση με την επιστήμη τους. Έτσι, ή λέξη «Ρουφιανός», κατά την συνήθη τακτική τής ελληνικής γλώσσης, με ένα ανέβασμα του τόνου στην παραλήγουσα, πήρε την κακή – αρνητική σημασία με την οποία την χρησιμοποιούμε σήμερα, δηλαδή «ρουφιάνος».
Η αναβίβαση τού τόνου, όμως, δεν δίνει μόνο την θετική ή αρνητική έννοια, την καλή ή την κακή σημασία αλλά διαφοροποιεί και την τελειότητα από κάτι το κοινό! Ας παρατηρήσουμε, για παράδειγμα, λίγο την λέξη «Λυκούργος», η οποία προέρχεται με την σειρά της από τις λέξεις λύκη (=φως) + έργον. Η λέξη αυτή τονίζεται στην παραλήγουσα. Από την «λύκη» μάλιστα, προέρχεται και η λέξη «λυκόφως», όπως και η λέξη «αμφιλύκη». [Λύκη το φως. Αμφιλύκη, η μήποτε πεφωτισμένη νυξ, ο βαθύς όρθρος. (Ετυμολογικό Γουδιανό Λεξικό)]. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ο Λυκούργος είχε όνομα αρνητικό. Απλώς, ο τρόπος αυτός τού τονισμού, συνεχίσθηκε και σε έναν άλλο τομέα. Όχι μόνο σε αυτόν της αλλαγής μιας θετικής εννοίας σε αρνητική αλλά και σ’ αυτόν της διαφοροποίησης, μιας ιδιαίτερης λέξης, που απεδίδετο σε κάποιον από μία άλλη που διεχώριζε τους υπολοίπους.
Παρατηρούμε, ακόμη, ότι η λέξη «Λυκούργος», που σημαίνει «τον πράττοντα το έργο του φωτός» τονίζεται στην παραλήγουσα, διότι θεωρητικά το αληθινό έργο τού φωτός, εφ’ όσον ο ίδιος ο Θεός είναι Φώς, μόνον η Θεία Δύναμις θα μπορούσε να το πράξει, δηλαδή μόνον η Θεία Δύναμις, ο Θεός, θα μπορούσε να είναι Λυκουργός. Ο άνθρωπος, επομένως, επειδή δεν είναι θεός, θα φέρει αναγκαστικά το όνομα «Λυκούργος», για να μη ταυτισθεί με το «θείο» και να διαχωρίζεται απ’ αυτό.
Κατ’ επέκτασιν δε τούτου, ο,τιδήποτε συνδέεται με το καλό, με μοναδικό τρόπο θα τονισθεί στην λήγουσα. Π.χ. ο (Ιησούς) Χριστός, που είναι η προσωποποίηση του καλού τονίζεται στην λήγουσα. Όποιος όμως έχει το όνομά Του ονομάζεται Χρίστος, επειδή δεν μπορεί να ταυτισθεί με το απόλυτο καλό. Κατά τον ίδιο τρόπο και για την ίδια αιτία χαρακτηρίζονται και ονόματα αποδιδόμενα σε ιδιότητες του Θεού. Ο Θεός π.χ είναι Λαμπρός, μέχρι σήμερα όμως όσοι θέλουν να έχουν στο όνομά τους αυτή Του την ιδιότητα, φέρουν το όνομα «Λάμπρος». Το σύμβολο, ακόμη, του Χριστού είναι ο Σταυρός. Οι φέροντες, όμως, αυτό το χαρακτηριστικό αποκαλούνται με το όνομα «Σταύρος»!
Ας κλείσουμε, όμως, το σημερινό μας άρθρο με μία σκέψη, η οποία εκ πρώτης όψεως θα μας κάνει να ευθυμήσουμε, αν όμως την εξετάσουμε προσεκτικώτερα θα δούμε ότι υπάρχουν στοιχεία αληθείας και αν η γλώσσα λειτουργούσε αβίαστα και όχι μέσω νόμων, ίσως να είχαμε άλλα αποτελέσματα.
Υπάρχει, λοιπόν, μία βαρύγδουπη λέξη, στην ελληνική γλώσσα. Είναι η λέξη «υπουργός». Εκ προοιμίου, όταν δημιουργήθηκε αυτή η λέξη, τής εδόθη ο τονισμός τής ληγούσης, διότι ο δημιουργός αυτής δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι η λέξη «υπουργός», που στην κλασσική ελληνική γλώσσα σημαίνει τον υπηρετούντα κάποιον, τον “βοηθό” (προέρχεται εκ του «υπο-εργός») θα κατέληγε να έχει αρνητική σημασία. Αναφέρω μία από τις εκατοντάδες παραπομπές της λέξεως που πιστοποιούν την θετική και μόνο σημασία της. Στα «Σχόλια στον Πίνδαρο», (2,1,12.) π.χ. αναφέρεται ότι «αναξιφόρμιγγες ήγουν άνακτες της φόρμιγγος· υπουργός γαρ η φόρμιγξ των ύμνων και προς αυτούς αυτή αρμόζεται». «Η φόρμιγξ λοιπόν είναι βοηθός των ύμνων».
Η σημασία λοιπόν τής λέξεως προκύπτει από τους υπουργούς ως βοηθούς. Βεβαίως δεν εννοεί βοηθούς στο “μαζί τα φάγαμε” αλλά βοηθούς στην επίλυση των προβλημάτων τού λαού, λόγω των γνώσεων, του ήθους και της αποφασιστικότητας, που πρέπει αυτοί να έχουν!
Με τα τόσα όμως που έχουμε δει για υπουργούς που έκλεψαν τα χρήματα του ελληνικού λαού, παίρνοντας μίζες, για προσωπικό όφελος, και μάλιστα με νόμο «περί ευθύνης» τους, που στην πράξη τούς απαλλάσσει πάσης ευθύνης, πρέπει να διαφοροποιηθούν αυτοί από τους άλλους, τους καλούς υπουργούς, που κάνουν πραγματικά καλό έργο. Κι οι δεύτεροι μεν να αποκαλούνται «υπουργοί», διότι το έργο τους αποβαίνει επ’ ωφελεία του λαού.
Εκείνοι όμως, οι άλλοι, οι κλέφτες, πρέπει να λέγονται «υπούργοι»! Ίσως έτσι, διά της γλώσσης αποκατασταθεί και μία ηθική δικαιοσύνη.
Να χαρακτηρίζονται οι κλέφτες και ταυτοχρόνως να διαφοροποιούνται από τους καλούς με μία απλή αλλαγή τού τονισμού τής λέξεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...ό,τι έχετε ευχαρίστηση..