γράφει η Σωτηρία Βασιλείου
Ave Maria…
“… Η Μαρία, στα 23 της, ζύγιζε 29 κιλά. Εγώ, στα 22 μου, ζύγιζα τόσα κιλά όσα και τα χρόνια μου. Έτσι είναι αυτή η αρρώστια, σαρκοβόρα. Και μαζί με τις σάρκες κατασπαράζει τις αποφάσεις απόδρασης, τη θέληση για ζωή, τη δίψα για δημιουργία …”....
Πάνε δυο χρόνια και τρεις μήνες που έφυγε!!!! Εικοσιεπτά ολόκληροι μήνες! Μήνες περισσότεροι από τα χρόνια που έζησε στον κόσμο αυτό. Την έλεγαν Μαρία· γεννήθηκε έζησε και πέθανε στην Πάτρα. Ουδέποτε την συνάντησα αλλά την γνωρίζω. Είναι που οι δρόμοι μας υπήρξαν παράλληλοι… Μάλλον εγώ υπήρξα η ευνοημένη της μοίρας!
Την γνώρισα αφού έφυγε, αφού ούρλιαξε ψιθυριστά, αντιηρωικά και πένθιμα, σαν λαθραία, το τελευταίο αντίο. Λίγες μέρες πριν την άωρη φυγή είχε γράψει ένα γράμμα. Εκείνο το γράμμα αποτέλεσε την αφορμή για την γνωριμία. Στην προσέγγιση συνέβαλαν και τα αδηφάγα blogs που ενζήλως θέλησαν να πληροφορήσουν το κοινό για τον θάνατο της Μαρίας εξαιτίας της ανορεξίας. Όλοι εκείνοι οι διάπυροι ρήτορες, γιατί δεν έκαναν κάτι ώστε να βοηθήσουν την Μαρία να νικήσει την ανορεξία;
Αλλά η Μαρία ήταν ανώνυμη. Έγινε επώνυμη μόνο μετά θάνατον και ως προκλητική είδηση. Γυρεύοντας να την γνωρίσω έθεσα, με κάποιες τύψεις, στο Google τα λήμματα «Μαρία Πάτρα ανορεξία». Αδηφάγοι κράχτες! Απάνθρωπα μετέτρεψαν το ανθρώπινο δράμα σε θέμα-σοκ! Οι σπαρακτικοί τίτλοι μου προκάλεσαν σύγκρυο και αναγούλα. Μίλησαν και γνωστοί της Μαρίας στους κράχτες… με θλίψη και οδύνη. Αναρωτιέμαι ακόμα αν οι λαλίστατοι γνωστοί προσπάθησαν να την σώσουν. Αν μερίμνησαν ώστε να της προσφέρουν αποτελεσματική αρωγή και κυρίως να της εμπνεύσουν δύναμη για να νικήσει το θηρίο που την κατέτρωγε πνευματικά και σωματικά.
Στη δική μου περίπτωση βρέθηκαν κάποιοι, ευάριθμοι, που το έπραξαν. Που με ώθησαν να πιστέψω σε εμένα και να κατανοήσω πως η αξία μου δεν ήταν αντιστρόφως ανάλογη με τα κιλά μου και ευθέως ανάλογη με τις ώρες της ασιτίας. Αλλόκοτη αρρώστια, ιδιόμορφη διαστροφή. Πολλοί οι ηθικοί αυτουργοί αλλά δήμιος ή σωτήρας είναι μόνο ο πάσχων… ο πρωταγωνιστής ενός λυσσαλέου εσωτερικού πολέμου.
Η ανάγνωση της είδησης του θανάτου πρώτα και του γράμματος ύστερα με συντάραξε. Ήταν η περίοδος που εγώ διένυα τα τελευταία μέτρα του δικού μου μαραθωνίου. Ήταν ο καιρός που πολεμούσα τις τελευταίες μου μάχες. Ίσως –τώρα το αντιλαμβάνομαι– η φυγή της Μαρίας ενίσχυσε το πείσμα μου για ζωή. Δεν ήθελα να χαρίσω επιπλέον τροφή στο αποκρουστικό τέρας. Ήθελα να ζήσω για εμένα και για εκείνη. Σκεφτόμουν τα λόγια της, ανακαλούσα στη μνήμη το γελαστό προσωπάκι της φωτογραφίας και μάντευα ψηλαφητά το δράμα και τα δάκρυα πίσω από το αναιμικό χαμόγελο.
Βιωματική γνώση…. Αυτή η γνώση υπήρξε οδηγός για την προσέγγισή μου. Άλλοι, λάθρα, ασέλγησαν· δεν ήξεραν· εγώ όμως ήξερα και έπρεπε συνειδητά να επιδείξω το δέοντα σεβασμό. Η αποστέωση, η εξάντληση, η απόρριψη, η λύπηση, η χλεύη, η εναλλασσόμενη αγωνία του βάρους και του χάρου συνθέτουν ένα μωσαϊκό της μνήμης που ουδέποτε θα ξεφτίσει, όσα χρόνια και αν περάσουν. Η Μαρία έφυγε επιβάτιδα στο βαγόνι της ανορεξίας. Η ανορεξία εκτροχίασε και σκότωσε τη Μαρία. Το βαγόνι της ανορεξίας δεν ανήκει στο τρένο της ζωής. Υπήρξα κι εγώ επιβάτιδα στο βαγόνι εκείνο. Σώθηκα από το λάθος σχεδόν κατά λάθος, σχεδόν λάθρα. Λάθρα επιβιβάστηκα στο βαγόνι του θανάτου… λάθρα αποβιβάστηκα από αυτό.
Χθες, καθώς περνούσα από τα μνήματα, θυμήθηκα ξανά τη Μαρία, μετά από βδομάδες. Ντράπηκα για τη βραχεία λησμονιά. Και προέβην ξανά στην ανατομία του δράματος δια της ανατομίας της μνήμης. Με δέος συλλογιέμαι ακόμα πως θα μπορούσα να είμαι στη θέση της. Με θυμό σχεδόν αναρωτιέμαι γιατί δεν πάλεψε περισσότερο. Πάλεψε, είμαι σίγουρη, αλλά χρειαζόταν περισσότερη πάλη. Ανορεξία, βουλιμία, κατάθλιψη, τρόμος του βάρους, δυσμενής οικονομική κατάσταση, bullying, αυτά και άλλα παρεμφερή συνέθεταν ένα πλέγμα σαν θηλιά. Δεν αμφιβάλλω πως ήθελε να ζήσει. Οι αδαείς λένε πως τα άτομα με ανορεξία δεν θέλουν να ζήσουν. Εγώ ξέρω πως ουδείς επιθυμεί το θάνατο. Στην αφετηρία, άλλωστε, της ανορεξίας, βρίσκεται η –διαστρεβλωμένη–επιθυμία για μια ομορφότερη ζωή. Και για εμένα έλεγαν πως ήθελα να πεθάνω. Εκείνος ο γέρος παπάς έλεγε πως επρόκειτο για αργή αυτοκτονία, για έργο του διαβόλου, πως ήμουν δαιμονισμένη και ως εκ τούτου δεν θα επέτρεπε να κηδευτώ κανονικά. Κάποιες γειτόνισσες ρωτούσαν καθημερινά με περίσσιο, αδιάφορο ενδιαφέρον για την εξέλιξη της υγείας μου. Η μάνα μου είτε με κατηγορούσε για τη ντροπή που έσερνε εξαιτίας μου, είτε με σταύρωνε με λάδια και παρακαλούσε τις αυστηρές μορφές των χάρτινων εικονισμάτων για τη σωτηρία μου. Τα άκουγα, τα βίωνα και ήθελα να ουρλιάξω… κάποτε ούρλιαζα…
Η Μαρία, στα 23 της, ζύγιζε 29 κιλά. Εγώ, στα 22 μου, ζύγιζα τόσα κιλά όσα και τα χρόνια μου. Έτσι είναι αυτή η αρρώστια, σαρκοβόρα. Και μαζί με τις σάρκες κατασπαράζει τις αποφάσεις απόδρασης, τη θέληση για ζωή, τη δίψα για δημιουργία. Ενίοτε το δράμα επισφραγίζεται με την μεγάλη απόδραση της ηρωίδας, το σφράγισμα του κυτίου και το σπαραγμό των συμπρωταγωνιστών.
Προσπαθούσα, θυμάμαι, να τρέξω, να ξεφύγω αλλά το τέρας μέσα μου, σαν Γοργώ, με ακινητοποιούσε, για να με κρατά δεσμώτρια, για να με κατασπαράξει ολόκληρη, αρχής γενομένης από το συκώτι. Εν τέλει διέψευσα τα προγνωστικα· κατάφερα να επιβιώσω [και η ηπατική βλάβη ανεστράφη]. Ώσπου να αδράξω τη σωτηρία έμελλε να αντικρύσω και άλλα πρόσωπα του εφιάλτη, πέρα από την πείνα. Από την ασιτία στην υπερφαγία, από τον απόλυτο έλεγχο στην απόλυτη ασυδοσία.
Τον καιρό της ανορεξίας ντρέπονταν οι άλλοι για εμένα, τον καιρό της βουλιμίας ντρεπόμουν για τον εαυτό μου. Από την ηδονή του ελέγχου στην οδύνη της άφεσης! Μπαινόβγαινα αλλοπαρμένη στους πυρωμένους θαλάμους της κόλασης με τα πέλματα γυμνά. Λάθρα η ζυγαριά έφτασε κάποια στιγμή σε τριψήφιο νούμερο. Ήταν στιγμές που θέλησα την απόδραση από το επαχθές σώμα. Ήμουν όμως πολύ γενναία για το πράξω.
Ουδέποτε θα λησμονήσω τη Μαρία. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Στο ίδιο έργο πρωταγωνίστριες! Μάλλον με ευνόησε η διανομή των ρόλων. Στο γραπτό της περιέγραψε τον εφιάλτη. Ξέρω πως δεν ήθελε ύπνο αιώνιο και ανέφελο αλλά την πάλη για το ξύπνημα και το ξημέρωμα. Αλλά αντιλαμβάνομαι… φταίει εκείνη… η σειρήνα ανορεξία, που λάθρα βουλώνει τα αυτιά. Άλλωστε, ενίοτε σωπαίνουν κουρασμένες και οι φωνές της αφύπνισης. Και λαθραία το σώμα, με το σφραγισμένο στόμα, μεταβάλλεται σε πτώμα. Δυο γράμματα δρόμος…
Ave Maria…. Σε παρακαλώ μόνο…. εγώ, που λάθρα ψηλαφώ τη λαθραία φυγή σου, γίνε πρέσβειρα των προσευχών των πλασμάτων που παλεύουν για την επιβίωση.
Γίνε άγγελός τους, προστάτιδά τους, άστρο φωτεινό για την αποκάλυψη του δρόμου της ζωής.
Ave Maria… Ave…
Η Σωτηρία Βασιλείου είναι υποψήφια Διδάκτωρ Ελληνικής Ιστορίας
στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...ό,τι έχετε ευχαρίστηση..