Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012
ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΛΕΜΕ ΕΤΣΙ;...
Παροιμιώδεις φράσεις και το νόημά τους
Το παρόν,αποτελεί το μέρος Α',που σημαίνει ότι οσονούπω,θα ακολουθήσει και το μέρος "Βου"...
ΠΙΣΩ ΕΧΕΙ Η ΑΧΛΑΔΑ ΤΗΝ ΟΥΡΑ....
Οι Ενετοί, που άλλοτε κυριαρχούσαν στις θάλασσες, εγκαινίασαν πρώτοι τα
ιστιοφόρα μεταγωγικά, όταν ήθελαν να μεταφέρουν το στρατό τους. Τα καράβια
αυτά ήταν ξύλινα και πελώρια και είχαν σχήμα αχλαδιού. Έσερναν δε τις
περισσότερες φορές πίσω τους ένα μικρό καραβάκι, που έβαζαν μέσα τον οπλισμό
και τα πολεμοφόδια, όπως ακόμα τρόφιμα και διάφορα πολεμικά σύνεργα. Οι
Έλληνες τα είχαν βαφτίσει αχλάδες από το σχήμα τους. Έτσι όταν καμιά φορά
στο πέλαγος παρουσιαζότανε κανένα άγνωστο καράβι, οι νησιώτες ( βιγλάτορες)
ανέβαιναν πάνω στους βράχους και απ'εκεί παρακολουθούσαν με αγωνία τις
κινήσεις του. Αν ήταν απλώς ιστιοφόρο, δεν ανησυχούσαν τόσο, γιατί υπήρχε
πιθανότης να συνεχίσει αλλού τον δρόμο του. Αν όμως ήταν "Αχλάδα" τους
έπιανε πανικός, γιατί καταλάβαιναν ότι σε λίγο θ'άρχιζαν μάχες, πολιορκίες,
πείνες και θάνατοι. Έφευγαν τότε για να πάνε να ετοιμάσουν την άμυνα τους.
Από στόμα σε στόμα κυκλοφορούσε η φήμη ότι η "Αχλάδα" έχει πίσω την ουρά. Με
την ουρά εννοούσαν το καραβάκι που έσερνε το μεταγωγικό. Άρα επίθεση. Και
έλεγαν: "Πίσω έχει η Αχλάδα την ουρά", τι θα γίνει;
ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ
Οι φόροι πριν από το 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε όσοι δεν
είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο
ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «Οι
επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά καί άνισοι. Εκτός της δέκατης, του
εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, έκαστη οικογένεια κατέβαλε
χωριστά φόρον καπνού (εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης καταλυμάτων,
επαρχιακών εξόδων καφτανίων, καρφοπετάλλων και άλλων εκτάκτων. Ενώ δε ούτο
βαρείς καθ' εαυτούς ήσαν οί επιβληθέντες φόροι, έτι βαρυτέρους και αφορήτους
καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποσταλλομένων πρός
τούτο υπαλλήλωνη εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο απί των ραγιάδων
(υπόδουλος-τουρκ.raya) εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην». Από το
τελευταίο αυτό, έμεινε παροιμιώδης η φράση: «πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής
του»
ΣΑΡΔΑΜ
Η λέξη δεν έχει ετυμολογική ρίζα, αλλά προέρχεται από τον αναγραμματισμό του
επιθέτου Μάνδρας. Ο Αχιλλέας Μάνδρας, ηθοποιός - σκηνοθέτης, γεννήθηκε το
1875 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ο πρώτος που γύρισε η ελληνική
κινηματογραφική ταινία. Επειδή έκανε πολλά μπερδέματα την ώρα που έπαιζε,
σκέφθηκε να τα ονοματίσει. Έτσι αναγραμμάτισε το επώνυμό του και μας έδωσε
μια καινούρια λέξη. Την καλλιτεχνική λέξη «Σαρδάμ»
ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
Στην Κόρινθο, που ήταν πλούσια πόλη, γίνονταν δύο πανηγύρια, για εμπόρους
απ' όλο τον κόσμο. Το καθένα είχε διάρκεια ενάμιση μήνα. Όταν την κατέκτησαν
Φράγκοι, αυτά συνεχίστηκαν. Όσοι συμμετείχαν σ' αυτά σαν να μην τρέχει
τίποτα, έλεγαν, όταν τους ρωτούσαν, που πάνε : « είμαστε για τα πανηγύρια »
Έκφραση που σήμερα επικρατεί για όσους δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας
μιας κατάστασης
ΤΙ ΚΑΠΝΟ ΦΟΥΜΑΡΕΙΣ
Συχνά, για κάποιον που δεν ξέρουμε τι είναι, ρωτάμε συνήθως : « τι καπνό
φουμάρει; ». Η φράση αυτή δεν προέρχεται, όπως νομίζουν πολλοί, από τη μάρκα
των τσιγάρων που καπνίζει, αλλά κρατάει από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια, ίσως
και πιο παλιά. Η λέξη « καπνός » έχει εδώ την αρχαία σημασία της εστίας,
δηλαδή, του σπιτιού. Ο ιστορικός Π. Καλλιγάς λέει κάπου : «Οι φορατζήδες
έμπαιναν εις τας οικίας των εντόπιων και ερωτούν "τι καπνό φουμάρει εδώ;
Κατά την απόκριση δε έβανον τον αναλογούντα φόρον». Όταν, λοιπόν, την εποχή
εκείνη έλεγαν « καπνό », εννοούσαν σπίτι
ΕΒΓΑΛΕ ΤΗΝ ΜΠΕΜΠΕΛΗ
Μπέμπελη, είναι η ιλαρά (μεταδοτική, εξανθηματική νόσος). Η λέξη είναι
σλαβικής προέλευσης (pepeli=στάχτη).
Η φράση «έβγαλε την μπέμπελη», σημαίνει ότι κάποιος ζεσταίνεται και ιδρώνει
υπερβολικά.
Ο συσχετισμός της ζέστης με την ιλαρά, προκύπτει από την πρακτική ιατρική,
σύμφωνα με την οποία, κάποιος που νοσεί από ιλαρά θα πρέπει να ντύνεται
βαριά, έτσι ώστε να ζεσταθεί και να ιδρώσει και να «βγάλει» ή να «χύσει»
έτσι από πάνω την αρρώστια (δηλαδή την μπέμπελη)
ΜΠΑΤΕ ΣΚΥΛΟΙ ΑΛΕΣΤΕ ΚΑΙ ΑΛΕΣΤΙΚΑ ΜΗ ΔΙΝΕΤΕ
Οι Φράγκοι, που είχαν υποδουλώσει άλλοτε την Ελλάδα, έκαναν τόσα μαρτύρια
στούς κατοίκους, ώστε οι Έλληνες τούς βάφτισαν «Σκυλόφραγκους». Ό,τι είχαν
και δεν είχαν, τούς το έπαιρναν, κυρίως όμως ενδιαφερόντουσαν για το αλεύρι,
που τούς ήταν απαραίτητο για να φτιάχνουν ψωμί.
Κάποτε σ' ένα χωριουδάκι της Πάτρας μπήκαν μερικοί στρατιώτες σ' ένα μύλο
και απαίτησαν από τον μυλωνά να τους αλέσει όλο το σιτάρι που υπήρχε εκεί,
με την υπόσχεση ότι θα τού πλήρωναν τ' αλεστικά. Ο μυλωνάς ονομαζόταν
Γιάννης Ζήσιμος, κι ήταν γνωστός για την παλικαριά του και την εξυπνάδα του.
Όταν είδε τους Φράγκους να θέλουν να τού αρπάξουν το βιος του με το έτσι το
θέλω, φούντωσε ολόκληρος. Συγκρατήθηκε, όμως, και δικαιολογήθηκε ότι δεν
μπορεί μόνος του ν' αλέσει τόσες οκάδες σιτάρι. Οι στρατιώτες τού είπαν τότε
ότι θα τον βοηθούσαν αυτοί. Ο Ζήσιμος τούς πέρασε στον μύλο και τούς είπε
δήθεν ευγενικά: «Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε». Ύστερα τούς
κλείδωσε μέσα κι έβαλε φωτιά στο μύλο. Εκεί τούς έκαψε όλους σαν ποντίκια κι
αυτός εξαφανίστηκε.
ΤΟΥ ΕΨΗΣΕ ΤΟ ΨΑΡΙ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ
Ο λαός του Βυζαντίου γιόρταζε με μεγάλη κατάνυξη και πίστη όλες τις μέρες
της Σαρακοστής. Το φαγητό του ήταν μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο ξίδι,
μαυρομάτικα φασόλια, φρέσκα κουκιά και θαλασσινά. Στα μοναστήρια, όμως, ήταν
ακόμη πιο αυστηρά, αν και πολλοί καλόγεροι, που δεν μπορούσαν να κρατήσουν
περισσότερο τη νηστεία, έκαναν πολλές κρυφές.αμαρτίες κι έτρωγαν αβγά ή
έπιναν γάλα. Αν τύχαινε, όμως, κανένας απ' αυτούς να πέσει στην αντίληψη των
άλλων -ότι είχε σπάσει δηλαδή τη νηστεία του- καταγγελλόταν αμέσως στο
ηγουμενοσυμβούλιο και καταδικαζόταν στις πιο αυστηρές ποινές.
Κάποτε λοιπόν, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα
σε μια σπηλιά, που ήταν κοντά στο μοναστήρι. Το αμάρτημά του θεωρήθηκε
φοβερό. Το ηγουμενο συμβούλιο τον καταδίκασε τότε στην εξής τιμωρία: Διάταξε
και του γέμισαν το στόμα με αναμμένα κάρβουνα και κει πάνω έβαλαν ένα ωμό
καλόγερος πέθανε έπειτα από λίγο μέσα σε τρομερούς πόνους. Αλλά ωστόσο
έμεινε η φράση «Μου έψησε το ψάρι στα χείλη» ή «Του έψησε το ψάρι στα χείλη»
ΜΑΣ ΑΛΛΑΞΑΝ ΤΑ ΦΩΤΑ
Μια παράξενη συνήθεια στην Αγγλία ήταν να κατραμώνουν τους λαθρέμπορους.
Τους κρεμούσαν στις ακτές της θάλασσας, τους άλειβαν με πίσσα και τους
άφηναν εκεί να αιωρούνται βδομάδες, μήνες και χρόνια, καμιά φορά. Έβαζαν δε
τις κρεμάλες σε απόσταση πάνω στους βράχους της παραλίας. Αυτή η απάνθρωπη
συνήθειο κράτησε ως τα τελευταία, σχεδόν, χρόνια. Στα 1822, έβλεπε κανείς
στον πύργο του Δούβρου τρεις τέτοιους κρεμασμένους. Η Αγγλία έκανε τα ίδια
με τους κλέφτες, τους εμπρηστές και τους δολοφόνους. Ο Τζον Πέιvτερ, που
έβαλε φωτιά στα ναυτομάγαζα του Πόρτσμουθ, κρεμάστηκε και κατραμώθηκε στα
1776. Ο αβάς Κόγερ τον ξαναείδε στα 1777. Ο Πέιντερ ήταν αλυσοδεμένος και
κρεμασμένος πάνω από τα ερείπια που είχε προξενήσει ο ίδιος, τον
φρεσκοπίσσωναν δε από καιρό σε καιρό, για να διατηρείται. Τέλος, τον
αντικατέστησαν ύστερα από τέσσερα χρόνια.
Με τον ίδιο τρόπο οι Βυζαντινοί τιμωρούσαν πολλούς εγκληματίες, που έκαναν,
όμως και χρέη φαναριών!
Τους έβαζαν, δηλαδή, φωτιά στα πόδια και τους άφηναν να καίγονται σαν
λαμπάδες. Και φαίνεται πως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί την εποχή εκείνη, αφού
για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα φώτιζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα, όμως,
τους αντικατέστησαν με αληθινούς πυρσούς. Αυτοί ωστόσο, που ήθελαν να
καίγονται οι εγκληματίες, έλεγαν δυσαρεστημένοι: «Μας άλλαξαν τα φώτα»....
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...ό,τι έχετε ευχαρίστηση..