...Η αγγελία μιλούσε για ένα δυάρι διαμπερές φωτεινό με θέση πάρκιν και αποθήκη. «Ας το δούμε κι αυτό» είπα και βρέθηκα μπροστά στην είσοδο ενός φρεσκοβαμμένου χαμηλοτάβανου προσφυγικού. Η πόρτα ήταν τόσο μικρή που έπρεπε να σκύψω για να μπω. Όσο για τα παράθυρα, φώτιζαν περίφημα από τον λαιμό και κάτω. «Η θέση πάρκιν;» ρώτησα τον ιδιοκτήτη.
«Στο πεζοδρόμιο. Δεν είδες την κίτρινη γραμμή;»
Πράγματι στο πεζοδρόμιο με κίτρινο χρώμα υπήρχε σχεδιασμένο ένα ορθογώνιο. Χωρούσε ένα μικρό αυτοκίνητο.
«Και πόσα θέλεις για αυτό;»
«Τρία κατοστάρικα»
«300 ευρώ. Πολλά δεν είναι;»
«Για έναν ίσως. Για δύο άτομα είναι λίγα. Εγώ το έχω για δύο φοιτητές ή μετανάστες»
Πήγα να του πω οτι προφανώς εννοούσε δύο πολύ κοντούς φοιτητές ή νάνους μετανάστες αλλά τελικά τον ρώτησα.
«Και τι το χρειάζονται το πάρκιν δύο φτωχοί φοιτητές ή μετανάστες;»
«Αν δεν έχουν αυτοκίνητο μπορούν το καλοκαίρι να βγάζουν ένα τραπεζάκι με καρέκλες και να παίρνουν τον αέρα τους.»
«Η φτώχεια θέλει καλοπέραση ε;» προσπάθησα να τον ειρωνευτώ. Τελικά η κουβέντα κατάληξε στην πολιτική.
«Δεν έχει σημασία φίλε πως μοιράζεις τον πλούτο αλλά πως μοιράζεις την φτώχεια. Διότι αν όλοι οι φτωχοί είναι το ίδιο φτωχοί θα θελήσουν να γίνουν πλουσιότεροι. Ενώ αν την φτώχεια την μοιράσεις άνισα, οι φτωχοί θα φοβούνται μη γίνουν φτωχότεροι. Με συγχωρείς τώρα αλλά ήρθε το επόμενο ραντεβού» είπε καθώς από την τρύπα της εισόδου πρόβαλαν τρία φοβισμένα πρόσωπα.
ΟΛΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΖΙΤΖΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΥΡΜΗΓΚΑ
Εγώ πάντως αυτή την ιστορία με τον τζίτζικα και τον μύρμηγκα την θεωρώ τελείως αντισυνταγματική. Και θα εξηγήσω αμέσως το γιατί. Ο μύρμηγκας είχε διαλέξει να δουλεύει το καλοκαίρι και να παίρνει την άδειά του τον χειμώνα. Δικαίωμά του. Ο τζίτζικας απ’ την άλλη είχε διαλέξει να κάνει τις διακοπές του το καλοκαίρι, σαν κάθε φυσιολογικός τζίτζικας. Δικαίωμά του επίσης. Τι έφταιγε δηλαδή που τον χειμώνα υπήρχαν αναδουλειές και δε μπορούσε να βγάλει το ψωμί του; Μήπως παραπονιόταν τα καλοκαίρια που την έβγαζε σε ένα δεντράκι; Γκρίνιαζε μήπως που δεν έκανε λουξ διακοπές; Όχι βέβαια.
Και τώρα θα σας πω την αλήθεια για το πως πέθανε ο τζίτζικας. Διότι δεν τα κακάρωσε από την πείνα. Όχι. Ψέμα μεγάλο και σκάνδαλο. Ο Μύρμηγκας τον «έφαγε».
Άγριος πολύ ήταν εκείνος ο χειμώνας που βρέθηκε ο τζίτζικας σε μεγάλη ανάγκη και αναγκάστηκε να ζητήσει από τον μύρμηγκα, ο οποίος τον δάνεισε με μεγάλο τόκο. Τον άλλο χειμώνα δανείστηκε από άλλον μύρμηγκα για να πληρώνει τους τόκους του πρώτου κοκ. Μέχρι που ένα καλοκαίρι οι μύρμηγκες του είπαν «Φίλε χρωστάς. Διακοποδάνεια τέλος. Κατέβα από το δέντρο».
Τι να κάνει ο τζίτζικας, κατέβηκε. Και έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Του κόπηκε το τραγούδι και επειδή οι τζίτζικες με το τραγούδι αναπνέουν, του κόπηκε κι η ανάσα και πάει, πέθανε. Ύστερα ο μύρμηγκας λάδωσε τον συγγραφέα ο οποίος άλλαξε την ιστορία και κατηγόρησε τον τζίτζικα ως ανεπρόκοπο κακοχαρακτήρα και τεμπέλη.
Επιμύθιο 1: Όπου υπάρχουν τζιτζίκια υπάρχουν και μυρμήγκια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...ό,τι έχετε ευχαρίστηση..