γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Μουλιασμένα, σαν ξύλα φουσκωμένα, μοιάζουν όλα γύρω μου, γύρω σου, τριγύρω μας.
Νερό, με μια ασταμάτητη ορμή μπαίνει, σαρώνει σχεδόν τα πάντα, σχεδόν, γιατί ακόμη βγαίνει το νάζι από τα παλιά ξέφρενα γλέντια......
Ακόμη τρέχει το πάθος μιας ξέπνοης, εντελώς ξεψυχισμένης γιορτής, σαν μια αδιάφορη, χτεσινή πρωτοχρονιά, αγάπη μου, γράφουν γκρίζο και πάλι, οι συνεσταλμένες κόρες των ματιών σου.
Στολίδια φορτωμένο το κορμί, μέσα στο σπίτι ζαχαρένιες οι ομορφιές ντυμένο με τα δώρα, αχ τα δώρα, βάραινε τις κλειδώσεις, εκείνο το μονότονο φόρτωμα, ξεφόρτωμα.
Μονάχα επώνυμα ανά-γνωρίζω, χειροποίητα βραχιόλια, ονομαστά παλιά κρασιά και ξακουστά λιγάκι λιπαρά τυριά, κάναν τα κλίκα του κλείστρου, θόρυβο, θώπευαν τα σφαλισμένα μάτια.
Μα όλα πια, μοιάζουν με πλατινένιες λαιμαριές.
Ξέμεινε τώρα η μνήμη, μέσα στα ψυγεία, άφησε λιγοστούς νευρώνες να ανασαίνουν, σαν πέτρες σπαράγματα, αορίστου παρελθόντος, μα είναι που πετάξαμε κάθε λογής καθρέφτες, στραβούς, λοξούς, στραβοχυμένους καθρέφτες, που γινήκαν από χώμα τρυφερό, του κάτω Νείλου, καθρέφτες με χοχλάκι Νίγηρα, προδίδουν κάθε τόσο την κατάντια μας.
Ο μονάκριβος πατέρας μας μόνο στέκει με χαμόγελο και μας χαϊδεύει απαλά, τρίβει το σκληρό της ξερής κεφαλής μας, ψιθυρίζει τρυφερά μα ακατάληπτα, μελίρρυτος στα λόγια, μαγικά, σαν να σπάει την βασκανία, αυτήν, που πλέξαμε μονάχοι μας.
Ο μονάκριβος πατέρας μας μόνο στέκει με χαμόγελο και μας χαϊδεύει απαλά, τρίβει το σκληρό της ξερής κεφαλής μας, ψιθυρίζει τρυφερά μα ακατάληπτα, μελίρρυτος στα λόγια, μαγικά, σαν να σπάει την βασκανία, αυτήν, που πλέξαμε μονάχοι μας.
Ο πατέρας χρόνος, μόνον αυτός έμεινε δίχως να βραχεί, μόνο αυτός στάθηκε μακριά από τις χοροπηδηχτές, τρομαγμένες σκιές μας.
Ξανά αρπάζει το νερό με μάνικες, σαν σκηνοθετημένο πλάνο, σαν σινεμά, εκείνων των παλιών μεγάλων, του Παρατζάνωφ, του Ταρκόφσκι, το Αγγελόπουλου, δείχνει να ‘ναι ακριβοπληρωμένο το γύρισμα και εμείς φτωχοί, απαίδευτοι κομπάρσοι.
Είμαστε λέει, μέσα στην καρδιά του κάστρου, άρπαξε μια φωτιά που μπορεί να μην σβήσει, όλα φτιαγμένα ξύλο, όλα δεμένα πάνω στη φωτιά, ο σκηνοθέτης μας καρφώνει, δείχνει ξανά την κάμερα, πιάνει με τα μάτια του τα ατροφικά χεράκια μας, μιλά για μια προσποίηση, δήθεν θα νιώσουμε την φλόγα, καιγόμαστε, καίγεται το μυαλό μας.
Μα τώρα στην επόμενη σκηνή, πάλι χαρές και γέλια, σαν γάμος, μα όχι, πιο πολύ, κάτι σαν από μια κοντή γιορτή, σαν την πρωτοχρονιά του 2000, τότε που κάναμε μέρα την νύχτα, πάνω στην Ακρόπολη,έτσι ντυμένοι στέκουμε, καταμεσής του δρόμου, πνιγμένοι μέσα στην καταιγίδα.
Ξανά αρπάζει το νερό με μάνικες, σαν σκηνοθετημένο πλάνο, σαν σινεμά, εκείνων των παλιών μεγάλων, του Παρατζάνωφ, του Ταρκόφσκι, το Αγγελόπουλου, δείχνει να ‘ναι ακριβοπληρωμένο το γύρισμα και εμείς φτωχοί, απαίδευτοι κομπάρσοι.
Είμαστε λέει, μέσα στην καρδιά του κάστρου, άρπαξε μια φωτιά που μπορεί να μην σβήσει, όλα φτιαγμένα ξύλο, όλα δεμένα πάνω στη φωτιά, ο σκηνοθέτης μας καρφώνει, δείχνει ξανά την κάμερα, πιάνει με τα μάτια του τα ατροφικά χεράκια μας, μιλά για μια προσποίηση, δήθεν θα νιώσουμε την φλόγα, καιγόμαστε, καίγεται το μυαλό μας.
Μα τώρα στην επόμενη σκηνή, πάλι χαρές και γέλια, σαν γάμος, μα όχι, πιο πολύ, κάτι σαν από μια κοντή γιορτή, σαν την πρωτοχρονιά του 2000, τότε που κάναμε μέρα την νύχτα, πάνω στην Ακρόπολη,έτσι ντυμένοι στέκουμε, καταμεσής του δρόμου, πνιγμένοι μέσα στην καταιγίδα.
Ξημέρωσε ένα αγουροξυπνημένο ’13, μια στιγμή, να μπούμε, θα χωρέσουμε όλοι στο γενικό, στο πλάνο της αναφοράς.
Μπορεί να κάηκε η κορνίζα, μα η υγρή φωτογραφία θα στέκει πάντα πίσω από το θαμπό, γεμάτο σκόνη, ραγισμένο τζάμι, εμείς δίχως ντροπή, θα δείχνουμε εκείνο το ζωντανό χαμόγελο του ανίδεου, του κατά λάθος θύματος.
Μπορεί να κάηκε η κορνίζα, μα η υγρή φωτογραφία θα στέκει πάντα πίσω από το θαμπό, γεμάτο σκόνη, ραγισμένο τζάμι, εμείς δίχως ντροπή, θα δείχνουμε εκείνο το ζωντανό χαμόγελο του ανίδεου, του κατά λάθος θύματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
...ό,τι έχετε ευχαρίστηση..