Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Η ιστορία του τραγουδιού “δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη”

γράφει ο Γιώργος Δαμιανός


Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη
που ‘χει ντούγκλα το μουστάκι τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε
Τη δόλια τη μανούλα μου την πότισες φαρμάκι
αχ εσύ Καπετανάκη, τα μελιτζανιά να μη τα βάλεις πια.....




Ξυπνώ και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα
τα παιδάκια τα καημένα τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε
Στίχοι: Πάνος Μιχαλόπουλος, Μουσική: Λεονάρδος Μπουρνέλλης, Πρώτη εκτέλεση: Πάνος Μιχαλόπουλος


Λίγες φορές ένα τραγούδι με τρεις μικρές στροφές (48 λέξεις) μπορεί να σε ταξιδέψει στην ιστορία και να σε φέρει κοντά με την καθημερινότητα άλλων εποχών. Στιχουργός, επίσημα, φέρεται, ο Πάνος Μιχαλόπουλος, αν και όπως θα δούμε ορισμένοι από τους στίχους απαντώνται συχνά στη δημοτική μας ποίηση ή είναι “αδέσποτοι” στίχοι της Φυλακής. Το τραγούδι είναι από τα ελάχιστα που δεν ηχογραφήθηκαν προπολεμικά και στην πρώτη ηχογράφηση, δεκαετία του 1950, αποδίδεται στον Πάνο Μιχαλόπουλο.

Οι στίχοι κουβαλούν άρωμα από την Ελλάδα των τελευταίων αιώνων (πρόκειται για συρραφή αδέσποτων στίχων από τη Δημοτική Παράδοση και τη ρεμπέτικη στιχουργία). Ιδιαίτερα ο στίχος “Ξυπνώ και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα” έχει όλη τη δύναμη, την απλότητα και την καθαρότητα των αρχαίων Λυρικών ποιητών (πάντα φανταζόμουν ότι ο  Μίμνερμος, ο Αρχίλοχος, ο Βαμβακάρης και ο Μπαγιαντέρας είναι κωπηλάτες στην ίδια γαλέρα)

Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή

 Ποιος είναι ο Καπετανάκης;

 Πρόκειται, μάλλον, για ιστορικό πρόσωπο, διευθυντής των φυλακών της Παλαιάς Στρατώνας, στο Μοναστηράκι. Ιστορικά, αναφέρεται κάποιος Καπετανάκης με το βαθμό Λοχαγού (υπασπιστής στη Μαχη του Δορυλαίου, Οκτώβριος 1921). Μετά την κατάρρευση του Μετώπου, ο Καπετανάκης θα διατελέσει ακόλουθος του Ελ. Βενιζέλου και στη δεκαετία του 1930 ήταν διευθυντής των Φυλακών (ο φερόμενος ως στιχουργός Πάνος Μιχαλόπουλος γεννήθηκε 24/3/1924 και πρωτοεμφανίστηκε στην δισκογραφία το 1951. Συνεπώς δεν μπορεί να έχει βιωματική σχέση με τον στίχο). Η πρώτη στροφή ανήκει στα αδέσποτα στιχάκια της φυλακής και μάλλον υπαινίσσεται κάποια συμφωνία που είχε ο κρατούμενος με τον Καπετανάκη. Στη δεύτερη στροφή, πάντως, φαίνεται να μην είναι σύμφωνοι αλλά αντίπαλοι (πράγμα που ενισχύει την άποψη για συρραφή διαφορετικών αδέσποτων στίχων)

 Τι σημαίνει η φράση: “ έχει ντούγκλα το μουστάκι”

 Το “ντούγκλα” δεν είναι τίποτα άλλο από το όνομα του ηθοποιού Douglas Fairbanks, Sr. (1883 –1939), δες φωτο, ο οποίος μεσουρανούσε την εποχή που φτιάχτηκε το στιχάκι. Είχε παρουσιάσει για πρώτη φορά στον κόσμο ταινίες όπως ο Ζορό (1920), ο κλέφτης της Βαγδάτης (1924), ο Ρομπέν των Δασών (1922). Όπως ήταν φυσικό, ήταν αναμφισβήτητα το παγκόσμιο λαϊκό είδωλο της εποχής και πάρα πολλοί αντέγραφαν την εμφάνιση του και, βέβαια, το μουστάκι του. Ένας από αυτούς ήταν και ο Καπετανάκης


 Τι ήταν τα μελιτζανιά;

 Αρχικά, είχα διαβάσει, έκπληκτος, ότι το τραγούδι αναφέρεται στα μελιτζανιά, επειδή ήταν το χρώμα των εσωρούχων, που φόραγαν οι πόρνες. Η εξήγηση που έδινε αυτή η ανυπόστατη ερμηνεία ήταν ότι, δήθεν, οι πόρνες, στις πρώτες δεκαετίες του 1900 χρησιμοποιούσαν ως αντισηπτικό (αντίστοιχο με το σημερινό Betadine) ένα διάλυμα υπερμαγγανικού Καλίου (το οποίο, όντως κατά τη βεβαίωση φαρμακοποιού, έχει χρώμα μελιτζανί).Έτσι, οι πόρνες, κατά τον μύθο του διαδικτύου και των εύκολων αναλύσεων, λέρωναν ή εμπότιζαν τα εσώρουχα τους με το μελιτζανί χρώμα. Αυτή η άποψη κυκλοφορεί ευρέως, κυρίως στο διαδίκτυο, αλλά προσωπικά δεν με έπειθε, γιατί κάτι τέτοιες εκφράσεις και υπαινιγμοί στα εσώρουχα των γυναικών, πόσο μάλλον της μητέρας, δεν ταιριάζουν με την αισθητική των ρεμπέτηδων.

Αυτό τον προβληματισμό μου μετέφερα στο φίλο Πάνο Σαββόπουλο. Αυτός μου υπέδειξε να ανατρέξω στη Δημοτική μας ποίηση.  Εκεί , πράγματι, βρήκα ότι ο αδέσποτος στίχος “τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια” χρησιμοποιείτε στη νησιώτικη και στη στεριανή παράδοση πολύ πριν τους ρεμπέτες, ίσως και αιώνες νωρίτερα (είναι γνωστό η ρεμπέτικη ποίηση διαφύλαξε τη λαϊκή ποίηση αιώνων), και βέβαια δε χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις πόρνες αλλά το πένθος.Το μελιτζανί, το μοβ (η λέξη μοβ απαντάται μετά το το 1856 και σχηματίστηκε από τον Χημικό Sir William Henry Perkin),  είναι το χρώμα του πένθους, του σάβανου και της χηρείας.
 Με άλλη λόγια είναι μια διαχρονική ευχή να πάψει κάποια γυναίκα τη χηρεία και να ξαναφτιάξει τη ζωή της (…”όταν θα με φιλήσεις τα μελιτζανιά να μην τα βάλεις πια”

Πηγή

2 σχόλια:

...ό,τι έχετε ευχαρίστηση..