Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Φλυαρία στην πλατεία Aigyptou.


 γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Χαράματα στο ξεκίνημα της λεωφόρου Αλεξάνδρας, λίγο παραπάνω από το κτήριο της ΓΣΕΕ και το πίσω λάστιχο από το σπαστό ποδηλατάκι με προδίδει. Ένα αθόρυβο κλατάρισμα, φάνηκε σαν θάνατος στον ύπνο.....


Το κρύο κάνει τα χέρια δύσκαμπτα και άτσαλα, πάνω που βρίζω τη τύχη μου για την καθυστέρηση, σκυμμένος στο πονεμένο εργαλείο, πιάνω δυο σκιές να πλησιάζουν. Σφίγγω τις γροθιές μου, έτσι όπως γίναμε είναι να μην φοβάσαι ακόμα και τα περαστικά γατιά;
Δυο ψηλοί, ψιλοκαμπουριασμένοι αδύνατοι, με τα τσιγάρα δεμένα πάνω στα χείλια τους και τα χέρια χωμένα μεσ’ στις τσέπες.
Εδώ σε θέλω, που παίρνει φόρα και βγάζει φωνή η ιστορία.
- Γείτονα, όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν θα μου πεις τι έγινε  πραγματικά, με εκείνη τη Πάολα, την τσαχπίνα Ιταλίδα.
Ο δεύτερος, ο πιο ψηλός, φορά κι έναν περίεργο επενδύτη, με μια τρίπλα, αποφεύγει το θέμα.
-Θυμάσαι που όταν σε ετοίμαζαν, έκαναν διαδήλωση, νόμισαν πως θα έμπαινε η προτομή του τότε φίλου, Καντάφι και ξεσπάθωσε η  Αθήνα, μα τι αστείο κι αυτό με τον κόσμο, παρασύρεται και χάνει τόσο εύκολα το μπούσουλα, ευθεία στα βράχια, αν ο καπετάνιος δεν έχει ναυτοσύνη.
Σαν κάπως γνωστοί, με κάνουν να σταθώ, δυο σκιές από εκείνες που συναντάς καθημερινά και προσπερνάς δίχως να δώσεις σημασία.
Πιάνω και πάλι μια κουβέντα,
-Άλλοι οι δρόμοι μας, σταθήκαμε και οι δυο σε μια ταλαίπωρη πατρίδα, εσύ έμεινες φάρος φωτεινός, παγκόσμιο πρότυπο, εμένα πέρασε, έσβησε η μπογιά μου, η αμφιβολία έχτισε τις αποφάσεις, έκανε τις πράξεις μου μοιραίες.
Ο πιο γνωστός, με στρογγυλά, παλιομοδίτικα γυαλάκια απάντησε, σαν να μετρούσε τις κουβέντες:
-Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν και οι άνθρωποι. Μα είναι τα πάθη που μόνιμα παλεύουμε, αυτά που προσπαθούμε να αποφύγουμε είναι που συνέχεια στέκουν, σαν ζωντανά θεριά μπροστά μας. Εσύ με το τσιγάρο  στέκεις ακόμη, μα αυτό δεν είναι που σε ρούφηξε;
Το παράξενο ζευγάρι προχωρούσε αργά, σαν να μην ήταν η τριβή που έδινε αέρα στα βήματα τους, πως αλλιώς, αφού δυο φαντάσματα σουλάτσαραν στην λεωφόρο Αλεξάνδρας.

Δυο Κωσταντίνοι, ο Βασιλιάς Α’ και ο Καβάφης, έζησαν στην ίδια εποχή.
Ο Καβάφης πιο μεγάλος, γεννημένος στα 1863, μόλις πέντε χρόνια μετά, Αύγουστο του 1868, ο Κωνσταντίνος, ο Βασιλιάς που έλεγαν πως θα αναβιώσει το Βυζάντιο.
Ζωντανοί δεν συναντήθηκαν ποτέ, όμως τώρα στέκουν μόνο μια ανάσα δρόμο, ο ένας μακριά από τον άλλον, ψιθυρίζουν ιστορίες, όπως κάνουν όλα τα καθώς πρέπει μάρμαρα, παρασύρουν τους περαστικούς στην δίνη μιας ιστορίας που χάνεται στα σκοτεινά μας χρόνια.
Μελέτες, κόντρα θεωρίες, διδακτορικά και εκατοντάδες μεταφράσεις πάνω στα γραμμένα λόγια του ποιητή. Τα ίδια και για τις αποφάσεις του Βασιλιά, που ήταν μπροστά στους Βαλκανικούς, τον πρώτο παγκόσμιο και τον εθνικό διχασμό.
Ένα σωρό μαχαίρια ή στεφάνια δάφνες, περιγραφές σκηνών με ξεραμένο αίμα, δεν αφήνουν ήρεμο ούτε το άγαλμα στο ψηλό του βάθρο.
Μα είναι τα κρυφά πάθη τους, εκείνα που πρόστυχα παρασύρουν σε ανομολόγητες, λάγνες, παθιασμένες σκέψεις.
Ερωτική φλόγα που έμεινε σε πατημένες, όλο μελάνι λέξεις,  για τον παράνομα ερωτευμένο Κωνσταντίνο. Μια   Ιταλίδα έλιωσε  τους Βασιλικούς κανόνες, μέσα στην προσμονή για την κάψα του κορμιού της.
Στα ίδια βήματα ο δρόμος του Καβάφη, το μοναχικό σπίτι, το γειτονικό μπουρδέλο του ισογείου, όλα κι όλα λίγες λέξεις μας, ποτέ δεν άγγιξαν το πάθος του.
Μιλάμε αόριστα, μόνο για την έλξη που είχε για το ίδιο φύλο και την προσπάθεια να ξεφύγει από τα παιγνίδια, του μυαλού και του κορμιού του.
Ίδιοι δρόμοι, ασφαλτοστρωμένοι, μα όμοια τα σημερινά πατήματα. Πάθη που παίζουν με τα νεύρα, τα κέφια, την ζωή μας.
Δεν έχει σημασία αν είσαι Βασιλιάς, ποιητής ή άσημος άνεργος εργάτης, όλοι νιώθουν την καρδιά να χτυπά ακατάστατα, σε  κείνα που περιέργως πως, αναστατώνουν, όλους τους ιστούς, μέσα κι έξω από τον εγκέφαλο.
Εργάτες στο ξημέρωμα, ετοιμάζουν την μικροφωνική εγκατάσταση, θαρρώ μιας ακόμη απεργία, ανεβασμένοι σε μεγάλες σκάλες τοποθετούν τεράστια χωνιά, ηχεία. Όπου δεν φτάνουν λόγια σίγουρα θα μας πείσουν οι φωνές.
Στο μυαλό κολυμπά ο ποιητής, Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου:
Μα όταν 
μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω 
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά, γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά – απόκριση
 για όσα περιμένω και δεν πήρα.
Έτρεξα να  προλάβω τα φαντάσματα, άνοιξαν όμως βήμα, πως να αγγίξεις τον φλύαρο αέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

...ό,τι έχετε ευχαρίστηση..