Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Η ασήμαντη ιστορία μιας πεταλούδας που τη λέγανε Σιμόνα


γράφει η  Μαρία Κανελλάκη


Αν δεν είχε πάρει το σώμα γυναίκας, θα ήταν σίγουρα μια πεταλούδα. Απ’ αυτές που ζουν λίγες μόνο ώρες πριν γίνουν χρυσόσκονη και σκορπιστούν στον αέρα. Θα είχε πολύχρωμα φτερά με μεταξένιες πτυχώσεις και θα ρούφαγε όση ζωή της αναλογούσε με πάθος έφηβης. Θα διάλεγε να βγει απ’ το κουκούλι της σ’ ένα δάσος με κέδρους, μια ηλιόλουστη μέρα, στις αρχές μιας άνοιξης.....




 Θα έκανε θεαματικά βολ –πλανέ ανάμεσα στις φυλλωσιές και θα ερωτευόταν ένα λεπιδόπτερο απ’ τις τροπικές ζώνες. Θα ζευγάρωνε μαζί του κι ας ήξερε πως δεν θα προλάβαινε να πετάξει ως τον τόπο ωοτοκίας της. Απλά θα χτύπαγε δυνατά τα φτερά της μέχρι να εξαντληθεί και να πεθάνει. Θα έσβηνε απαλοτρέμοντας πάνω στα χαμόκλαδα Στη διάρκεια του ζευγαρώματος…


Η Χρυσαλίδα, αν είχε ριζικό να γεννηθεί από άλλη μήτρα και σε διαφορετική πατρίδα, θα φόραγε τζιν με αθλητικά και θα πήγαινε σχολείο. Θα είχε όνειρα για τη ζωή της και θα έκλαιγε μόνο για ανεκπλήρωτους έρωτες. Στο κομοδίνο της θα υπήρχε ένα ροζ πορτατίφ, με βελούδινα κρόσσια και ιριδίζοντα κρυσταλλάκια στην απόληξή τους. Σε μια βελούδινη κορνίζα θα της αναλογούσε μια οικογενειακή φωτογραφία. Μία μαμά και ένας μπαμπάς. Δεν θα πάλευε να τους δώσει υπόσταση, κάθε φορά που έβλεπε νυχτοπεταλούδες στο δωμάτιο ενός ορφανοτροφείου. Θα  υπήρχαν μέσα της μνήμες που θα ένωναν σαν ασημένιες κλωστές, αυτή και το παρελθόν της.


Το πραγματικό της όνομα δεν θα ήταν Σιμόνα και δεν θα είχε πουληθεί σαν ανθρώπινο εμπόρευμα σε κάποιον ιδιοκτήτη μπαρ σε μια παγωμένη κωμόπολη του βορά. Τα μαλλιά της θα είχαν το φυσικό τους χρώμα. Τις αποχρώσεις που παίρνει ο κέδρος την άνοιξη. Δεν θα είχε υποχρεωθεί να τα βάψει ξανθά για να φαίνεται μεγαλύτερη και να μην κινεί τις υποψίες της τοπικής αστυνομίας.
 Θα είχε δικαίωμα να ερωτευτεί κάποιο μελαχρινό αγόρι που θα περπατούσε ανέμελα στο δρόμο.


Κάποια Σιμόνα, που την φωνάζανε Χρυσαλίδα και ήρθε κρυμμένη σ’ ένα φορτηγό μαζί με άλλα δέκα «κομμάτια» απ’ τη Ρουμανία, ήταν το φρέσκο εμπόρευμα κάποιου σωματέμπορα. Με διαδρομή ζωής προκαθορισμένη και καταδικασμένη στο έρεβος. Εγκλεισμός, ξύλο, προαγωγοί, κολόνα σε μπαρ, πιάτσες, κουστουμάτοι παιδεραστές, έρωτας «χωρίς λάστιχο» που αποφέρει περισσότερα, μεταπώληση, διαρκείς μετακινήσεις, ένας μαιευτήρας για τυχόν ανεπιθύμητες γκαστριές, ένας μπάτσος για να συγκαλύπτει και να παίρνει το μερτικό του και μια λερή κοινωνία που αγωνιά μόνο για τα καθαρόαιμα παιδιά της. Λες και η παιδικότητα είναι προνόμιο και όχι δικαίωμα.


Στο δωμάτιο-φυλακή, έκανε τους λογαριασμούς της κι «έκλεισε» το ταμείο της ζωής της.
 Μόλις σουρούπωσε, βγήκε στο παράθυρο του πέμπτου ορόφου, στηρίχτηκε στους σάπιους μεντεσέδες κι ερωτεύτηκε ένα μελαχρινό αγόρι που διέσχιζε τη λεωφόρο. 
Του φώναξε σα δαιμονισμένη στη γλώσσα της «Θες να μ’ αγαπήσεις;». 
Την κοίταξε έκπληκτος και πλησίασε κάτω απ’ το παράθυρό της. 
Εκείνη, άνοιξε τα φτερά της κι όση ώρα αιωρούταν στο κενό, τα χτύπαγε δυνατά. Αν το αγόρι δεν είχε αποτραβηχτεί φοβισμένο, θα έπεφτε στην αγκαλιά του.
 Μπορεί και να την είχε αγαπήσει.
– 15 Δεκεμβρίου 2012

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

...ό,τι έχετε ευχαρίστηση..