Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΛΕΜΕ ΕΤΣΙ;...(μέρος βου!)


 ΑΛΑ ΜΠΟΥΡΝΕΖΙΚΑ
 Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που θα μιλούσαν σε κάποιο τόπο ή και θα
 μιλάνε ακόμα, γιατί ο τόπος αυτός πράγματι υπάρχει.....


Είναι σε μια περιοχή του
 Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.
 Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, με την φυλή των
 Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος του Αιγύπτιου
 στρατηγού Ιμπραήμ.
Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη και μάλιστα στις διαλέκτους της,
 σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ' ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν
 «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΙΝΕΙ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΕΡΝΑΕΙ
 Ανάμεσα στα παλικάρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας
 Τριπολιτσιώτης, ο Γιάννης Θυμιούλας, που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν
 δυο μέτρα ψηλός, παχύς και πολύ δυνατός (λέγεται ότι με το ένα του χέρι
 μπορούσε να σηκώσει και άλογο).
 Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν
 πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε
 λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που
 τον έβλεπε, τρόμαζε στη θέα του. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να
 τον.δανείσει!
Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του,
πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις
 μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί
 τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος,
 βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική
 εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από
 τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους
 πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, προκλήθηκε
πανικός και τελικά τρόμαξε και το 'βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους.
 Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ' ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα
 σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί
 κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από
 κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει.
 - Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο προεστός του χωριού.
 Όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό.
Παραπλήσια είναι και η αρχαιότερη έκφραση: «Αυτός αυτόν αυλεί»

 ΤΑ ΒΡΗΚΕ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙΑ
 Η προέλευση της φράσης ανάγεται σε ένα πραγματικό γεγονός, που έλαβε χώρα
 κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα από μια
 μονομαχία.
 Εκατό χρόνια μετά το πάρσιμο του φρουρίου της Ακροκορίνθου από το Λέοντα το
 Σγουρό, οι Φράγκοι γιόρτασαν στην Κόρινθο με μεγάλη τελετή αυτή την επέτειο.
Οι ευγενείς έκαναν ιππικούς αγώνες κάτω από τα βλέμματα των ωραίων γυναικών.
 Νικητές ξεχώρισαν δυο: Ο Ελληνογάλλος δούκας των Αθηνών Γουίδος -μόλις 20
 χρονών- και ο Νορμανδός Μπουσάρ, φημισμένος καβαλάρης και οπλομάχος.
Εκείνη την ημέρα κάλεσε σε μονομαχία ο «Μπάιλος» του Μορέα, Νικόλαος Ντε
Σαιντομέρ, τον παλατίνο της Κεφαλλονιάς Ιωάννη, που φοβήθηκε τη δύναμη του
 αντιπάλου του κι αρνήθηκε να χτυπηθεί με την πρόφαση ότι το άλογό του ήταν
 αγύμναστο. Αλλά ο Μπουσάρ τον ντρόπιασε μπροστά σε όλους, γιατί ανέβηκε πάνω
σ' αυτό το ίδιο το άλογο κι έκανε τόσα γυμνάσματα, ώστε να κινήσει το
 θαυμασμό των θεατών. Ύστερα, καλπάζοντας γύρω από την κονίστρα, φώναξε
 δυνατά: «Να το άλογο που μας παρέστησαν αγύμναστο».
 Αυτό βέβαια, ήταν αρκετό για να προκαλέσει το θανάσιμο μίσος του Ιωάννη, ο
 οποίος έστειλε κρυφά έναν υπηρέτη του για να αλλάξει τα δυο ξίφη του Μπουσάρ
με δυο πανομοιότυπα, αλλά ξύλινα, αυτά δηλαδή που είχαν για να γυμνάζονται
 οι αρχάριοι. Τα ξύλινα αυτά ξίφη τα ονόμαζαν «μπαστέν» και οι Έλληνες τα
 έλεγαν «μπαστούνια».
 Όταν ο υπηρέτης κατάφερε να τα αλλάξει, ο Ιωάννης κάλεσε τον Μπουσάρ αμέσως
 σε μονομαχία. Ανύποπτος εκείνος τράβηξε το πρώτο ξίφος του και το βρήκε
 ξύλινο. Τραβά και το δεύτερο, κι αυτό «μπαστούνι». Και τα δυο τα βρήκε
 «μπαστούνια». Ο Ιωάννης κατάφερε τότε να τον τραυματίσει θανάσιμα στο
 στήθος.
 Από τότε έμεινε η φράση: «Τα βρήκε μπαστούνια» και φυσικά δεν έχει σχέση με
 τα τραπουλόχαρτα ή τα μπαστούνια που γνωρίζουμε

 ΑΛΛΟΣ ΠΛΗΡΩΣΕ ΤΗ ΝΥΦΗ
 Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο δύο αρχοντικές
οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη.
Ο Φλαμής είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι. Η εκκλησία, που θα γινόταν
 το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και
 στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο
 η νύφη έλειπε.
 Τι είχε συμβεί;
Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε τον νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν΄
 ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της πρότεινε να την απαγάγει. Ο
 γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη να την σκοτώσει, αλλά
δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει.
 Γύρισε στο σπίτι του παρ΄ ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε
κάνει στην κόρη του. Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο έλεγε πως οτιδήποτε
 κι αν συνέβαινε προ και μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης «δέ θά
 ξαναρχούτο τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζόβαιρα όπου
 αντάλλαξαν οι αρρεβωνιασμένοι».
 Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο-Φλαμής είχε κάποιες υποψίες από πριν,
 για το τι θα μπορούσε να συμβεί, γι' αυτό έβαλε εκείνο τον όρο. Κι έτσι
 πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου.
Από τότε οι παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου,
 έλεγαν ότι «άλλος πλήρωσε τη νύφη» κι έμεινε η φράση εώς και σήμερα


 ΚΑΤΑ ΦΩΝΗ ΚΙ Ο ΓΑΪΔΑΡΟΣ
 Οι Φαραώ είχαν γαϊδάρους εξημερωμένους, που τους χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο
 τρόπο, που τους χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα.
 Οι αρχαίοι, τους θεωρούσαν σαν σύμβολο πολλών αρετών και σαν ιερά ζώα.
 Θεωρούσαν μάλιστα, πως όταν ένας γάιδαρος γκάριζε, προτού αρχίσει μια μάχη,
 οι Θεοί τους προειδοποιούσαν για την νίκη. Ήταν δηλαδή ένας καλός οιωνός.
 Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά
 δεν ήταν τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν
 λίγοι.
 Τότε αποφάσισε να αναβάλει για λίγες μέρες την επίθεση, ώσπου να του
 στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι.
 Πάνω όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά το
 γκάρισμα ενός γαϊδάρου απ' το στρατόπεδό του.
 - Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας.
 Έτσι διέταξε ν' αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες.
 Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιον
 γνωστό ή φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε.
 ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΕΡΧΟΜΑΙ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΚΑΝΕΛΛΑ
 Ίσως η χαρακτηριστικότερη πρόταση για την περιγραφή της ασυναρτησίας.
 Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η πραγματική μορφή της φράσης είναι: "Από
 την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν' έλα'', που σημαίνει: έρχομαι από την
 Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να έρθεις στην κορυφή. Αποτελούσε μήνυμα
των Σταυροφόρων, όταν επέστρεφαν από την κατακτημένη πλέον Κωνσταντινούπολη
 και καθόριζαν ως σημείο συνάντησης τους την κορυφή του λόφου. Όσο για την
 συνέχεια της φράσης...
"και βγάζω το καπέλο μου να μη βραχεί η ομπρέλα μου", φαίνεται ότι αποτελεί
 νεότερη προσθήκη όσων δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι σχέση είχε η Πόλη με
 την κανέλα

 ΔΕ ΧΑΡΙΖΩ ΚΑΣΤΑΝΑ
 Στα 1826 ο Ιμπραήμ έστειλε κατασκόπους του στην απόρθητη Μάνη, ντυμένους
 καστανάδες. Αυτοί για να πληροφορηθούν από τις γυναίκες και τα παιδιά που
βρίσκονταν οι άντρες τους, άρχισαν να χαρίζουν τα κάστανα αντί να τα
 πουλάνε. Υποψιασμένοι οι ντόπιοι τους έπιασαν και τους ανάγκασαν να πουν την
 αλήθεια. Όταν οι κατάσκοποι ρώτησαν για την τύχη τους, οι Μανιάτες
 αποκρίθηκαν: "Εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα", δηλαδή θα σας τιμωρήσουμε

 ΝΑ ΜΕΝΕΙ ΤΟ ΒΥΣΣΙΝΟ
 Η λαϊκή αυτή έκφραση που γεννήθηκε κάπου μεταξύ 1900 και 1905 και σήμερα
 δηλώνει άρνηση (εναλλακτικά «να (μού) λείπει το βύσσινο» ή «να μου λείπει»),
 προέρχεται από ένα περιστατικό που συνέβη σ' ένα καφενείο μεταξύ ενός
βουλευτή κι ενός ψηφοφόρου του.
Ο ψηφοφόρος παρήγγειλε στον σερβιτόρο του καφενείου που συναντήθηκαν ένα
 γλυκό βύσσινο, για να κεράσει τον βουλευτή κι έτσι να πετύχει το -τί άλλο;-
 το ρουσφετάκι του. Ο βουλευτής, όμως, σκληρό καρύδι, δε φαινότανε
διατεθειμένος να τον βοηθήσει. Αγανακτισμένος τότε ο ψηφοφόρος, που έβλεπε
 πως δε θα γινότανε τίποτα, φώναξε δυνατά στον σερβιτόρο: «Να μένει το
 βύσσινο!»

ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΤΑ ΛΑΧΑΝΑ
 Την φράση «σπουδαία τα λάχανα» (εναλλακτικά και «σιγά τα λάχανα»), τη
 χρησιμοποιούμε σήμερα ειρωνικά, όταν θέλουμε να δηλώσουμε την δυσανάλογη
 αξία που προσδίδεται σε κάτι, σε σχέση με την πραγματική του αξία.
 Χρησιμοποιείται δηλαδή απαξιωτικά.
 Προήλθε από το εξής περιστατικό:
Σε κάποιο χωριό, πριν από το 1821, πέρασε ο απεσταλμένος τού Μπέη, για να
 εισπράξει τη «δεκάτη». Η δεκάτη ήταν κι αυτή μία από τις πολλές φορολογίες
 τών χρόνων εκείνων. Όλοι όμως οι χωρικοί τού απάντησαν πως δεν είχαν να
πληρώσουν τον φόρο, γιατί τα λάχανά τους (λάχανα ήταν η παραγωγή τους)
 έμεναν απούλητα. Τότε ο φοροεισπράκτορας τούς είπε πως θα έστελνε ζώα και
 ανθρώπους, για να φορτώσει τα λάχανα και έτσι να «πατσίζανε» με το χρέος
 τους. Έτσι και έγινε.
 Από τότε, έμεινε να λένε οι χωρικοί (προφανώς ειρωνικά): «Σπουδαία τα
λάχανα», όταν επρόκειτο να «πατσίσουν» τούς οφειλόμενους φόρους, με λάχανα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

...ό,τι έχετε ευχαρίστηση..